Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Μανταρίνια (2013)




Φτάνοντας στην τελευταία ταινία για τη φετινή χειμερινή σεζόν, έπρεπε να βρω μία καλή για να κλείσω θετικά μια κινηματογραφική περίοδο, η οποία από το Πάσχα και μετά ήταν όχι μόνο φτωχή αλλά κι εκνευριστική. Επέλεξα λοιπόν να αποχαιρετήσω τις σκοτεινές αίθουσες με μία ενδιαφέρουσα επιλογή κι έτσι βρέθηκα στον κινηματογράφο Έλλη για να δω τα Μανταρίνια, μια ταινία εσθονικής και γεωργιανής παραγωγής που τελικά αποδείχτηκε ως ένα σπάνιο αντιπολεμικό αριστούργημα.
Η ταινία ξεκινάει με ένα προλογικό ιστορικό σημείωμα από το οποίο μαθαίνουμε πως σε διάσπαρτα χωριά στην περιοχή του Καυκάσου ζούσαν Εσθονοί για πάνω από εκατό χρόνια, μέχρι που ξεκίνησε ο πόλεμος της Αμπχαζίας (1992). Οι συρράξεις που σημειώθηκαν στην περιοχή αυτή τους ανάγκασε να φύγουν αφήνοντας πίσω τους τα χωριά έρημα. Όμως κάποιοι Εσθονοί προτίμησαν να μείνουν στον τόπο τους με κάθε τίμημα και κάθε κίνδυνο της ζωής τους, παρόλο που οι μάχες σημειώνονταν κοντά στα σπίτια τους. Για τους δυο πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο πόλεμος έφτασε σχεδόν έξω από την πόρτα τους...
Στη συγκεκριμένη ιστορία  δύο φίλοι αρνούνται να φύγουν από το χωριό τους πριν τη συγκομιδή των μανταρινιών. Ο ένας είναι ξυλουργός που φτιάχνει καφάσια κι ο άλλος καλλιεργητής μανταρινιών έχοντας στην κατοχή του μία μεγάλη έκταση με τα συγκεκριμένα εσπεριδοειδή. Μέσα από τις καθημερινές τους ασχολίες, προσπαθούν να κρατήσουν έξω από την καθημερινότητά τους τον πόλεμο μεταξύ των Γεωργιανών και των Τσετσένων-Ρώσων. Όμως ένα επεισόδιο που σημειώνεται έξω από τα σπίτια τους, αφήνει τέσσερις νεκρούς και δυο τραυματίες. Ο καλλιεργητής μαζί με το φίλο του αποφασίζουν να μεταφέρουν στο σπίτι του ενός τους δυο τραυματίες για να τους περιθάλψουν. Αυτό όμως που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση είναι πως οι δυο στρατιώτες είναι μεταξύ τους εχθροί. Με τη διαμεσολάβηση του καλλιεργητή, δημιουργείται μια άτυπη συμφωνία που πατάει πάνω στον άγραφο νόμο της ντομπροσύνης, με την οποία οι δυο τραυματίες δέχονται να μην αλληλοσκοτωθούν σεβόμενοι τη φιλοξενία του οικοδεσπότη. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να δοθεί χώρος σε διάφορες συζητήσεις που ενώ αρχικά δημιουργούν τεταμένες καταστάσεις, στην πορεία καταφέρνουν να κατευνάσουν το μίσος και να λειάνουν τις διαφορές των δύο εχθρών. Μάλιστα η κίνηση που επιστεγάζει τη συμφιλίωσή τους είναι όταν προσφέρει ο ένας φαγητό στον άλλον. Παράλληλα έρχονται στην επιφάνεια διάφορα μυστικά που για χρόνια είχε κρυμμένα ο οικοδεσπότης. Ανθρώπινα μυστικά που θα ξεκλειδώσουν τις καρδιές των εχθρών και θα προετοιμάσουν τους θεατές για το σπαρακτικό φινάλε, κλείνοντας με έναν φορτισμένο τόνο μια από τις ομορφότερες αντιπολεμικές ταινίες που έχω παρακολουθήσει.




Η ιστορία είναι σωστά δομημένη με τους δύο εχθρούς να σέβονται ο ένας την αξιοπρεπής επιβίωση του άλλου. Αυτή η μικρή σπίθα ανθρωπιάς που ξεπετάγεται μες στη καρδιά του πολέμου, θα δώσει την αφορμή στον ξυλουργό Ίνο τον οποίον ερμηνεύει εξαιρετικά ο Λέμπιτ Ουλφσακ, να τους εξηγήσει με ήρεμο τρόπο την αξία της ζωής αλλά και το ανώφελο μίσος που τους καλλιέργησε ο πόλεμος. «Τι σημασία έχει από ποια μεριά των συνόρων βρίσκεσαι» και «τι σημασία έχει που θα θαφτεί κάποιος» είναι δύο δυνατά κι άκρως αντιπολεμικά ερωτήματα που θέτει πάνω στο τραπέζι, ισοπεδώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο κάθε εθνικιστικό μίσος που έχει καταστρέψει τόσους τόπους κι έχει οδηγήσει στο θάνατο τόσους ανθρώπους. Δύο ερωτήματα άκρως διαχρονικά αλλά κι επίκαιρα. Όσο για το καλοσυνάτο και παράλληλα μελαγχολικό του βλέμμα, λειτουργεί ως ένας επιπλέον παράγοντας στο να γίνει πιο πειστικός τόσο στους δύο εχθρούς όσο και στους θεατές της ταινίας.
Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του σκηνοθέτη Ζάζα Ουρουσάντζε είναι η απόδοση της οδύνης του πολέμου χωρίς υπερβολές. Με λιτή αλλά ουσιώδης μαεστρία παρουσιάζει την ευκολία που οδηγείται κάποιος στον εθνικιστικό φανατισμό κι επικεντρώνεται παράλληλα στον επίμονο αγώνα να παραμείνει κανείς άνθρωπος κατά τη διάρκεια μιας ανελέητης πολεμικής σύρραξης.
Ένα άλλο στοιχείο που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία ξεχωριστή είναι πως ο πρωταγωνιστής δεν μας παρουσιάζεται ως κλασσικός ήρωας άλλων αντιπολεμικών ταινιών που έρχεται να σώσει την κατάσταση αλλά ως ένας άνθρωπος που κουβαλάει διακριτικά και ταπεινά το δικό του δράμα, κάτι που τον βοηθάει να βλέπει με άλλο μάτι την ματαιότητα της πολεμικής φρίκης και του "αναθέτει" να περισώσει όποια κομμάτια ανθρωπιάς εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα σε μια πολεμική τραγωδία. Με έναν άκρως πολιτισμένο τρόπο προσπαθεί να επιλύσει τις όποιες διαφορές έχουν οι δυο τραυματίες που φιλοξενεί στο σπίτι του, χωρίς να απαιτεί με δασκαλίστικο τρόπο τη συμφιλίωση τους. Αντιθέτως προσπαθεί να τους εξηγήσει πως μέσα από τη δική του ζωή έχει καταλάβει πως υπάρχει κάτι βαθύτερα ενωτικό κάτω από τις όποιες φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές ή ταξικές διαφορές.
Επίσης η ταινία ξεχωρίζει με τα υπέροχα πλάνα της, τα οποία μας παρουσιάζουν με έναν ιδιαίτερα μελαγχολικό τρόπο την αίσθηση που αφήνει πίσω της η ερήμωση ενός τόπου που βρίσκεται στη δίνη ενός πολέμου. Η μουσική αν κι επαναλαμβανόμενη στο ίδιο μοτίβο, είναι νοσταλγική, αφήνοντάς μας μια αίσθηση της παρελθοντικής ηρεμία όταν ακόμη επικρατούσε η ειρήνη στους τόπους αυτούς ενώ το χιούμορ κάνει την εμφάνισή του σε κατάλληλες στιγμές για να χαλαρώσει την ένταση κάποιων καταστάσεων.



Ξεχωριστή στη λιτότητά της, η ταινία αποφεύγει τις συναισθηματικές εξάρσεις και τις υπερβολές που έχουμε συνηθίσει σ' αυτού του είδους τις ταινίες. Οι συγκρούσεις των ηρώων περιορίζονται μέσα στους διαλόγους, οι οποίοι παρουσιάζουν με τραγικό τρόπο την σκληρότητα του πολέμου με την ένταση της εξέλιξης να έρχεται σταδιακά προετοιμάζοντάς μας για το σπαρακτικό φινάλε, ενώ το ξεδίπλωμα των ηρώων βοηθάει στο να δεθούμε μαζί τους επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε και να συγκινηθούμε με τις προσωπικές ιστορίες του καθενός . 
Στο λογικό ερώτημα αν κι αυτή η ταινία είναι  κλισέ, η απάντηση που δίνεται είναι όχι. Όπως έχουμε πολλές φορές παρατηρήσει, στο αντιπολεμικό σινεμά κρύβονται πολλές παγίδες για τους σκηνοθέτες. Μια μικρή παρέκκλιση κι αμέσως η ταινία κινδυνεύει αυτός να ολισθήσει σε προπαγανδιστικούς συναισθηματισμούς ή σε εντυπωσιακές παρουσιάσεις φρικαλεοτήτων, μ' αποτέλεσμα να χάνει την ουσία της. Η συγκεκριμένη ταινία μπορεί να φαίνεται πως ακολουθεί τη συνηθισμένη πεπατημένη αλλά στη πορεία συνειδητοποιούμε πως μας οδηγεί σε άλλα μονοπάτια.
Αυτό που καταφέρνουν τα "Μανταρίνια" είναι να κάνουν μια ελπιδοφόρα κριτική κατά του πολέμου, παρουσιάζοντας τη φρίκη του απ' όλες τις πλευρές με απώτερο σκοπό να αναδείξει ως νικητή την ανθρωπιά.
Παρά το σπαρακτικό της φινάλε, η ταινία αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας γι' αυτόν τον κόσμο, παρουσιάζοντάς την με έναν άκρως γλυκόπικρο τρόπο, όπως είναι κι η γεύση αυτού του πολυαγαπημένου καρπού.  


Βαθμολογία: 9/10

3 σχόλια:

  1. Ήταν καλή. Η μοναδική ταινία που είδα στα χρονικά (πέρισυ την Άνοιξη, έπειτα έγινε γνωστότερη αφού ήταν στην τελική πεντάδα για όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Από την Εσθονία) επειδή αγάπησα την μουσική από το trailer https://m.youtube.com/watch?v=s_det5NyEP4

    ΑπάντησηΔιαγραφή