Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ida




Είναι γνωστό πως το ασπρόμαυρο δεν ελκύει ιδιαίτερα τον κόσμο στο σινεμά καθώς το θεωρεί παλιομοδίτικο και ξεπερασμένο. Πόσο μάλλον όταν η ταινία έχει κάδρο 4:3. Υπάρχουν όμως κάποιοι δημιουργοί που αγνοούν τις αγκυλώσεις αυτές καθώς ενδιαφέρονται για ένα συγκεκριμένο κινηματογραφόφιλο κοινό. Ο Πάβελ Παβλικόφσκι, χωρίς να διεκδικεί κατακτήσεις στον εμπορικό κινηματογράφο, προσφέρει ένα κομψό αριστούργημα με εκπληκτικά κι άκρως ισορροπημένα πλάνα, κάποια σχεδόν στατικά που θα μπορούσαν άνετα να εκτεθούν στις αίθουσες μιας καλαίσθητης φωτογραφικής συλλογής.
Η Πολωνία μας έχει εντυπωσιάσει πολλές φορές τόσο στη μουσική όσο και στον κινηματογράφο. Διόλου τυχαίο καθώς οι Πολωνοί είναι ένας ιδιαίτερος κι άγνωστος για πολλούς λαός, με εκλεπτυσμένη παιδεία αλλά και με ένα σκοτεινό παρελθόν τόσο κατά τη περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου όσο και μετά. 
Η ταινία τοποθετείται χρονικά κάπου στη μέση. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού έχει εξοντωθεί από τους ναζί αλλά κι από κάποιους κατοίκους αυτής της χώρας που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Μετά το τέλος του πολέμου, έχοντας αφήσει μια κοινωνία σοκαρισμένη και μια χώρα ισοπεδωμένη, είναι αναμενόμενο να επέλθει η λήθη ως φάρμακο για να επουλωθούν οι ανοιχτές πληγές. Τα σκυθρωπά βλέμματα, η ένοχη σιωπή και τα αφιλόξενα μέρη κρύβουν σκοτεινά μυστικά που στοιχειώνουν ανθρώπους και τόπους.
Μέσα σ' αυτό το ομιχλώδες τοπίο, μας συστήνεται μια νεαρή μοναχή, η οποία λίγο πριν δώσει τους όρκους αγνότητας, μαθαίνει από την ηγουμένη πως έχει μια συγγενή που βρίσκεται ακόμα στη ζωή. Η νεαρή επιθυμεί να συναντήσει τη θεία της, φεύγοντας για πρώτη φορά από το μοναστήρι. Όμως η θεία της είναι μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα. Κυνική και σκληρή, της αποκαλύπτει χωρίς περιστροφές την εβραϊκή της καταγωγή και το πραγματικό της όνομα. Μετά το πρώτο σοκ, της αποκαλύπτει την ιστορία των γονιών της, οι οποίοι αφού πρώτα εκδιώχθηκαν από το χωριό που έμεναν, στη συνέχεια προδόθηκαν από τους συγχωριανούς τους, οι οποίοι στην αρχή τους προστάτευαν. Σε αντίθεση με τους γονείς της, η θεία της γλίτωσε γιατί πρόλαβε να βγει στην αντίσταση ενώ η νεαρή πρωταγωνίστρια σώθηκε διότι οι γονείς της την είχαν αφήσει σε ένα καθολικό μοναστήρι να ανατραφεί. Οι δυο τους μαζί θα ξεκινήσουν ένα οδοιπορικό στην πολωνική ενδοχώρα, αναζητώντας τα λείψανα των ανθρώπων τους, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να κλείσουν τις δικές τους ανοιχτές πληγές.




Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναπτύσσεται μία ιδιαίτερη χημεία ανάμεσα στη θεούσα ανιψιά και την άθεη θεία καθώς η μαχητικότητα του σκεπτικισμού συγκρούεται με το πείσμα της πίστης. Μέσα σ' αυτήν την εποικοδομητική κόντρα αναπτύσσεται παράλληλα κι ένας κρυφός θαυμασμός μεταξύ τους. Οι δυο τους θα 'ρθουν πιο κοντά, στο κοινό τους αγώνα για την ανάδειξη της αλήθειας, κάτι που θα τις οδηγήσει σε μία αντιπαλότητα απέναντι στην σιωπηλή ενοχή των κατοίκων της πόλης που ζούσαν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Όταν όμως βρεθούν μπροστά στην πολυπόθητη αποκάλυψη, θα ακολουθήσει ένας βουβός θρήνος. Ύψιστη αξιοπρέπεια και υπέροχο ήθος από δύο προσωπικότητες τελείως διαφορετικές αλλά αρμονικά ισορροπημένες σε έναν κόσμο σκληρό και σκοτεινό όπως ήταν η Πολωνία εκείνη τη περίοδο.
Η εξαιρετική σκηνοθεσία κι η αριστοτεχνική ασπρόμαυρη φωτογραφία, μας προσφέρουν μια πειστική απεικόνιση της Πολωνίας του 1960. Επίσης οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι εξαιρετικές. Φυσικά τις εντυπώσεις κλέβει η Agata Trzebuchowska στον ρόλο της Ida με τη σπάνια ομορφιά της και το αψεγάδιαστο πρόσωπό της να έρχονται σε αντίθεση με το αποφασιστικό και ψυχρό της βλέμμα. Όμως εγώ λάτρεψα περισσότερο τον ρόλο της Agata Kulesza ως μιας ψυχρής και σκληρής δικαστίνας. Ένας πληγωμένος αλλά αρκετά αυστηρός χαρακτήρας που κουβαλάει ένα βαρύ μυστικό έχοντας ως απώτερο σκοπό να εκδικείται όλους όσους έσπειραν τον θάνατο στη χώρα της μέχρι να κλείσει η ανοιχτή της πληγή. Η αποκάλυψη κι η τελική της "απόδραση" οδηγούν σε μία αυθαίρετη αγιοποίηση του χαρακτήρα της, σε αντίθεση με την Ida που αποκτά μια ανθρώπινη υπόσταση παρασυρόμενη από την γοητεία της ηδονής.
Έπειτα η εντυπωσιακή γκρίζα ατμόσφαιρα που αποτυπώνεται με τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Lukasz Zal, μας προσφέρει προσεγμένα κάδρα υψηλής αισθητικής και έξοχης αρχιτεκτονικής δομής. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση κι απ' όσο θυμάμαι δεν το 'χω παρατηρήσει σε άλλες ταινίες, είναι η τοποθέτηση των προσώπων χαμηλά στο κάδρο δίνοντας χώρο σε διάφορα άλλα στοιχεία να πλημμυρίσουν το χώρο, κάνοντάς με να απολαύσω το δημιούργημα του Πάβελ Παβλικόφσκι ως μια κινούμενη φωτογραφική έκθεση παρά ως ταινία. Κι αυτό για μένα είναι ένα δύσκολο στοίχημα που κατάφεραν να κερδίσουν τόσο ο σκηνοθέτης όσο κι ο φωτογράφος της ταινίας.




Η ταινία είναι ένα μικρό οδοιπορικό στην προσωπική και συνάμα στη συλλογική μνήμη, ειδικά όταν η μνήμη ενός ανήκει σε ένα κομμάτι της ιστορίας μιας πόλης, μιας χώρας ακόμη και μιας ηπείρου. Πληγές, απογοητεύσεις και προσωπικά δράματα δοσμένα με υπαρξιακή χροιά. Λιτή αφήγηση ντυμένη με γκρίζες αποχρώσεις που προσφέρουν μια διαχρονικότητα στη θεματολογία της ταινίας. Εντυπωσιακά πειστική η κομψότητα της δεκαετίας του '60 συνοδευόμενη με την αντίστοιχη μουσική, ειδικά όταν παίζουν κομμάτια του πολυαγαπημένου άγιου της τζαζ John Coltraine.
Στην ταινία βρήκα αρκετά κοινά σημεία της πολωνικής με την ελληνική κοινωνία απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα. Πολωνοί είχαν καταλάβει σπίτια Εβραίων, επιμένοντας πως πάντα ανήκαν σ' αυτούς. Το λεηλατημένο εβραϊκό κοιμητήριο μου θύμισε περιπτώσεις όπως στη Θεσσαλονίκη που το αντίστοιχο κοιμητήριο μετατράπηκε σε θεολογική σχολή ενώ στην Χίο χτίστηκε πάνω του ένα θεόρατο ξενοδοχείο. Αυτή η βίαιη αποκοπή με τον παρελθόν κι η εγκληματική παραποίηση της ιστορίας, οδηγεί στην επικίνδυνη επανεμφάνιση του ευρωπαϊκού σκοταδισμού.
Με τους τίτλους τέλους κυριαρχεί η σιωπή δίνοντας το περιθώριο στους θεατές να προβληματιστούν με τη διαχρονικότητα του θέματος. Τα υπέροχα πλάνα, ο δυναμισμός της τζαζ και το διαπεραστικό βλέμμα των δυο πρωταγωνιστριών αρκούν για τον ατέρμονο διάλογο που οφείλουμε να πιάσουμε με το παρελθόν πριν είναι πολύ αργά...


Βαθμολογία: 9/10

1 σχόλιο:

  1. Η ταινία απέδωσε αριστουργηματικά και την εσωτερική αντίφαση της θείας: πάνω απ' όλα κυνική, αλλά κατά βάθος με ένα ιδανικό, που αποκαλύπτεται στο φινάλε (δεν το μαρτυράμε, εννοείται). Όσο για την Ίντα, που ήταν Εβραία αλλά ανατράφηκε σαν καθολική και προσπαθούσε να ανακαλύψει το παρελθόν της, προσωποποιεί ολόκληρη την μεταπολεμική Πολωνία, νομίζω: μια χώρα τη μορφή της οποίας είχαν αποφασίσει άλλοι, με σύνορα που δεν την αντιπροσώπευαν και με σύστημα διακυβέρνησης και συμμαχίες που δεν είχε επιλέξει η ίδια, να προσπαθεί να επανεφεύρει την ταυτότητά της.

    Παρεμπιπτόντως στο εβραϊκό κοιμητήριο Θεσσαλονίκης δεν έγινε μετά τον πόλεμο η Θεολογική, έγινε ολόκληρο το ΑΠΘ και το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Σε γωνιακό οικόπεδο στη διασταύρωση Αγίου Δημητρίου και Εθνικής Αμύνης υπάρχουν μερικές μαρμάρινες στήλες, ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Επίσης μετά τον πόλεμο περιήλθαν στο δημόσιο εβραϊκά ακίνητα (αφού οι δικαιούχοι είχαν δολοφονηθεί) όπως η Βίλα Μπιάνκα και η αγορά Μοδιάνο.

    Σπύρος Βουγιουκλάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή