Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Αποστολή στη ΝΙκαράγουα (1983)




Επηρεασμένος από την μέχρι τώρα κινηματογραφική έκπληξη της χρονιάς, η οποία είναι ο προβοκατόρικος "Εμφύλιος Πόλεμος" του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Α24, αναζήτησα μια παλιότερη ταινία που καταπιανόταν πάνω στο ίδιο θέμα, παρουσιαζόμενο από μία άλλη διαφορετική σκοπιά. Το συγκλονιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι μια ειλικρινή κι άκρως ενοχική ματιά της άλλοτε αμερικανικής υπερδύναμης απέναντι στις αμερικανοκίνητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Ένα κινηματογραφικό "κατηγορώ" για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν με τις ευλογίες των Αμερικανών, οι οποίοι διένυαν εκείνο τον καιρό μια περίοδο εσωστρέφειας μετά την ήττα τους στο Βιετνάμ. Επίσης, μέσω της ταινίας γίνεται μια δριμύτατη κριτική στο ρόλο που παίζουν τα Μ.Μ.Ε. σε καίριες στιγμές αλλοιώνοντας τις εκβάσεις των ιστορικών γεγονότων.
Ο Καναδός σκηνοθέτης Ρότζερ Σπότισγουντ. μας ταξιδεύει στην καταταλαιπωρημένη Νικαράγουα λίγο πριν την κατάρρευση της 12ετούς βάναυσης δυναστείας του δικτάτορα Αναστάσιο Σομόζα μετά την ηρωική εξέγερση των Σαντινίστας. Πρωταγωνιστές στην ιστορία είναι ο Νικ Νόλτε, ο οποίος υποδύεται έναν έμπειρο πολεμικό φωτορεπόρτερ του περιοδικού Time, ο οποίος ταξιδεύει στη Νικαράγουα για να καλύψει την πτώση του καθεστώτος αλλά και για να φωτογραφίσει τον Ραφαέλ, τον θρυλικό ηγέτη της επανάστασης που κρύβεται στη πυκνή ζούγκλα της πατρίδας του. Τον Νικ Νολτε ακολουθούν η Τζοάνα Κάσιντι που υποδύεται μια πολεμική ανταποκρίτρια κι ο εξαιρετικός Τζιν Χάκμαν, που ερμηνεύει τον πρώην σύζυγός της, ο οποίος καταφθάνει εκτάκτως στην εμπόλεμη ζώνη θέλοντας να πάρει συνέντευξη από τον μυθικό ηγέτη των Σαντινίστας. 
Και τα τρία βασικά πρόσωπα της ιστορίας έχουν ζήσει αρκετές εμπόλεμες καταστάσεις στο παρελθόν κι έχουν εξοικειωθεί με το θάνατο και τη φρίκη που επιφέρουν οι συρράξεις. Όμως η στάση τους θα αλλάξει με τα γεγονότα που συντελούνται στη πολύπαθή χώρα της Κεντρικής Αμερικής, εξαιτίας των ενεργειών των Ηνωμένων Πολιτειών που επεμβαίνουν συνεχώς για να μπορούν να έχουν υπό έλεγχο την έκρυθμη κατάσταση της Νικαράγουας. 
Ένας ακόμη παράγοντας που θα τους επηρεάσει, θα είναι η συναναστροφή που έχουν με πρόσωπα τα οποία διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στις εξελίξεις του πολέμου, όπως οι δράσεις ενός Γάλλου κατάσκοπου που παίζει σε διπλό ταμπλό, τον οποίον ερμηνεύει ο εκπληκτικός Ζαν Λουί Τρεντινιάν αλλά και του παραστρατιωτικού καιροσκόπου, τον οποίον υποδύεται ο Εντ Χάρις που διψά για αίμα και καταστολή, χωρίς να υποστηρίζει καμία απολύτως ιδεολογία πέρα από τον τρόμο και το θάνατο που σπέρνει ο απανταχού φασισμός. 




Οι τρεις πρωταγωνιστές θα βρεθούν στα πεδία των μαχών, θα έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες και τον εξεγερμένο λαό της Νικαράγουα, θα δουν τις πόλεις να απελευθερώνονται η μια μετά την άλλη και θα μάθουν όλα τα καθεστωτικά εγκλήματα που διέπραξε η περιβόητη οικογενειοκρατία των Σομόζα, οι οποίοι δυνάστευσαν το λαό τους για πέντε δεκαετίες. Όλα αυτά θα τους επηρεάσουν, ωθώντας τους να πάρουν θέση στο συγκεκριμένο πόλεμο. Κι ενώ πιστεύουν πως συντελούν σημαντικό έργο στην καταγραφή των γεγονότων, είτε φωτογραφίζοντάς τα είτε παίρνοντας συνεντεύξεις από πρόσωπα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πυρός, τελικά η ματαιοδοξία τους κι ο αθέμιτος ανταγωνισμός των Μ.Μ.Ε. όπου εργάζονται, θα τους μετατρέψουν σε χρήσιμα πιόνια του καθεστώτος. Όταν το συνειδητοποιούν θα είναι πολύ αργά καθώς θα έχουν πάρει στο λαιμό τους αρκετά από τα ηγετικά στελέχη των ανταρτών αλλά θα θέσουν και τους ίδιους τους εαυτούς σε κίνδυνο.  
Ωστόσο, μέχρι να έρθει η στιγμή της αποκάλυψης, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας περάσει την παραποίηση της αλήθειας μέσα από τις δράσεις των πολεμικών ανταποκριτών, οι οποίοι καταφέρνουν να διαστρεβλώνουν την αλήθεια ηθελημένα ή ασυνείδητα, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την έκβαση των γεγονότων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί στο κοινό ένα βάσιμο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι αλήθεια όλα αυτά που μας έρχονται "σερβιρισμένα" στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο από τις σημερινές εξελίξεις των ενεργών εμπόλεμων ζωνών, αποδεικνύοντάς μας πως η κοινή γνώμη αρκετές φορές ξεγελάστηκε στο παρελθόν κι αμάθητη από τα λάθη της εξακολουθεί να ξεγελιέται από την τηλεοπτική προπαγάνδα. Κατά τη γνώμη μου, η αλήθεια αναδεικνύεται όταν όλα έχουν τελειώσει κι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν τακτοποιήσει τα συμφέροντά τους με την έκβαση του κάθε περιφερειακού πολέμου.
Παράλληλα, στην ταινία παρουσιάζονται δύο γεγονότα με άκρως σαρκαστικό ύφος, προσπαθώντας να αποδείξουν την επιρροή που έχει η αμερικανική κουλτούρα στη ζωή των ανθρώπων άλλων χωρών. Το ένα γεγονός παρουσιάζεται στη σκηνή όπου ένας αντάρτης ζητάει από τον φωτορεπόρτερ να παραδώσει μια υπογεγραμμένη από εκείνον μπάλα του μπέιζμπολ σε κάποιο ίνδαλμά του, λέγοντάς του πως εκείνος ρίχνει  καλύτερες βολές απ' ότι ο Αμερικάνος παίκτης, μόνο που στη δική του περίπτωση αντί για μπάλες ρίχνει χειροβομβίδες προς το στρατό του δικτάτορα. Η άλλη σκηνή έχει πρωταγωνιστή τον πολυαγαπημένο ηθοποιό Εντ Χάρις, ο οποίος υποδύεται πειστικά έναν κόντρα ρόλο. Στη μια σχεδόν κωμική σκηνή, ο Εντ Χάρις δεν γνωρίζει με ποιο κομβόι μετακινείται στα πεδία των μαχών, δείχνοντας πως βρίσκεται ιδεολογικά εκτός τόπου και χρόνου παρά την ενεργή συμμετοχή του στα εγκλήματα πολέμου. Εξάλλου, όπως ο ίδιος δηλώνει, μετά το τέλος του πολέμου στη Νικαράγουα, θα πάει σε άλλη εμπόλεμη ζώνη για να συνεχίσει το εγκληματικό του έργο, φανερώνοντας τον ενεργό ρόλο των Αμερικανών τόσο σε στρατιωτικό όσο και παραστρατιωτικό επίπεδο. 


Το πιο ηχηρό χαστούκι της συγκεκριμένης ταινίας, πραγματοποιείται στη γενική κατακραυγή από την εκτέλεση ενός Αμερικανού δημοσιογράφου από τους στρατιώτες της δικτατορίας. Μόνο τότε κινητοποιείται η κοινή γνώμη κι αναγκάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να πάρουν επίσημα θέση κατά του καθεστώτος (καθώς ανεπίσημα σιγοντάριζαν για χρόνια τον δικτάτορα Σομόζα). Μόνο τότε οι Αμερικανοί ανταποκριτές βιώνουν την τραγικότητα μιας απώλειας και δρουν με τη σειρά τους για τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου. Κι εκεί είναι που έρχεται η συγκλονιστική δήλωση μιας γυναίκας από τη Νικαράγουα που μας φέρνει όλους αντιμέτωπους απέναντι στη στάση που κρατάμε σε αντίστοιχες πολεμικές συρράξεις. "Τόσα χρόνια πολέμου κι ήδη μετράμε 50.000 νεκρούς αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ένας Αμερικανός για να κινητοποιηθεί η υπερδύναμη κι η κοινή γνώμη". Και στη δήλωση αυτή, νιώθουμε κι εμείς κάπως ενοχικά διότι ως θεατές περισσότερο συγκλονιστήκαμε με το θάνατο του Αμερικανού δημοσιογράφου παρά με τους μαζικούς θανάτους των ανταρτών Σαντινίστας. 
Παρόλο που η πλοκή της ταινίας είναι μυθοπλαστική, η σκηνή της δολοφονίας βασίστηκε σε αληθινό γεγονός κι αναφέρεται στην εκτέλεση του δημοσιογράφου του ABC Μπιλ Στιούαρτ και του μεταφραστή του Χουάν Εσπινόζα από τα στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς της Νικαράγουας στις 20 Ιουνίου 1979. Η εκτέλεση των δυο προσώπων κινηματογραφήθηκε τυχαία από τον κάμεραμαν του ABC, ο οποίος κατέγραφε το συγκεκριμένο επεισόδιο χωρίς να γνωρίζει την επικινδυνότητα που βρισκόντουσαν κι οι τρεις τους. Το βίντεο προβλήθηκε στην εθνική τηλεόραση των Ηνωμένων Πολιτειών και έγινε ένα σημαντικό διεθνές περιστατικό αλλά κι η τελευταία σταγόνα για τη τελειωτική ρήξη της κυβέρνησης Κάρτερ με το καθεστώς Σομόζα, το οποίο τελικά έπεσε στις 19 Ιουλίου.
Η "Αποστολή στη Νικαράγουα" είναι ένα ώριμο αντιπολεμικό αριστούργημα, το οποίο αποφεύγει να εντυπωσιάσει και να προβληματίσει με πολεμικά πλάνα κι αυτοθυσίες προσώπων. Σκοπός του από το πρώτο κιόλας πλάνο είναι να επικεντρωθεί στους ανθρώπινους χαρακτήρες που δρουν επηρεασμένοι από τα γεγονότα που συντελούνται γύρω τους. Με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους και τα τρωτά τους σημεία, τους κάνουν πιο αληθινούς και προσιτούς, φέρνοντας κι εμάς αντιμέτωπους με τα εγκλήματα που συμβαίνουν στις εμπόλεμες ζώνες και θέτοντάς μας το ερώτημα στο τι θα κάναμε αν ήμασταν στη δική τους θέση. Μια απάντηση σ' αυτό το καίριο ερώτημα της ταινίας κατάφερε να δώσει ένα σπουδαίο πρόσωπο που δε ζει πια. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μπεχράκη, ο οποίος είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του πως η συγκεκριμένη ταινία τον ώθησε να γίνει πολεμικός φωτορεπόρτερ, για να μπορέσει να αναδείξει την πραγματική αλήθεια που τόσο αποτελεσματικά καλύπτουν τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν, που με κάνει να εκτιμήσω τη συγκεκριμένη ταινία, είναι πως χάρης σ' αυτήν έχουμε σήμερα ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό αφύπνισης από τον σπουδαίο φωτορεπόρτερ που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2019. 


Βαθμολογία: 9/10

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Η Χίμαιρα (2023)

 


Είναι κρίμα που κάποιες ταινίες περνούν τόσο αθόρυβα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, χωρίς να παίρνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογει. Μια απ' αυτές τις ταινίες είναι κι η ιταλική "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ, ένα κινηματογραφικό διαμάντι μοναδικό στο είδος του αλλά και στο θέμα με το οποίο καταπιάνεται. 
Η ιστορία μας γυρνάει στην Ιταλία των 80s, έχοντάς μας ως οδηγό-εξερευνητή της πλούσιας σε αρχαιολογικούς θησαυρούς ιταλική γη, τον Άρτουρ, τον οποίον αποκαλούν Άγγλο. Ο πρωταγωνιστής διατηρεί μια μυστηριώδη αύρα καθώς δεν μας ξεκαθαρίζεται το αν είναι όντως Άγγλος, για ποιους λόγους είχε βρεθεί στη φυλακή αλλά και γιατί επιμένει να μένει σε μια παράγκα σε ένα από τα χωριά της επαρχίας του Βιτέρμπο, η οποία είναι γεμάτη πανάρχαιους τάφους. 
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Άρτουρ θα επισκεφθεί τη Φλώρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα που υποδύεται η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, η οποία υπήρξε διάσημη τραγουδίστρια της όπερας αλλά πλέον ζει σαν μια ξεχασμένη αριστοκράτισσα σε ένα ετοιμόρροπο παλάτσο της Τοσκάνης. Η Φλώρα είναι η μητέρα της Βιεναμίνα, του μεγάλου έρωτα του Άρτουρ, η οποία έχει πεθάνει  Παρόλα αυτά, η ηλικιωμένη γυναίκα εξακολουθεί να πιστεύει πως η κόρη της κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Κατά κάποιον τρόπο αντλεί δύναμη για να συνεχίσει να ζει κυνηγώντας μια χίμαιρα. Αντίστοιχες χίμαιρες βασανίζουν και τον Αρτούρ, ο οποίος έχει αναπτύξει μια μαγική σύνδεση με το παρελθόν, καθώς διάφορα "οράματα" του υποδεικνύουν σημεία της υπαίθρου, όπου βρίσκονται καλά κρυμμένοι αρχαίοι τάφοι. 
Μια ομάδα τυμβωρύχων αξιοποιεί το χάρισμα του Αρτούρ για να βγάλουν στην επιφάνεια τους ανεκτίμητους θησαυρούς που κάποτε θάφτηκαν μαζί με τους νεκρούς για να τους συνοδεύσουν στην άλλη ζωή. Απ' αυτήν την ομάδα, μόνο ο Αρτούρ εκτιμά και σέβεται την αρχαία ομορφιά και προσπαθεί μέσα απ' αυτήν να κατανοήσει το παρόν. Ανάμεσα στα σπουδαία και σπάνιας ομορφιάς τεχνουργήματα, ο Αρτουρ αναζητά την κόκκινη κλωστή των ονείρων του που θα τον φέρει ξανά κοντά στη χαμένη του αγάπη, πιστεύοντας πως μόνο έτσι θα μπορέσει να εξαγνιστεί για τα λάθη του παρελθόντος. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι τυμβωρύχοι εκπροσωπούν μια γενιά που έχει πια αποκοπεί από τις ρίζες και την ιστορία τους και κυνηγούν το γρήγορο κέρδος, ξεπουλώντας με μεγάλη ευκολία καθετί παρελθοντικό. 




Πατώντας στην παραπάνω ιστορία, η δημιουργός δημιουργεί ένα πρωτοποριακό ποιητικό έργο μέσω του οποίου το παρελθόν μπλέκει με το παρόν κι η αλόγιστη απληστία οδηγεί στην μη αναστρέψιμη καταστροφή της αιώνιας ομορφιάς. Με οδηγό τον λευκοντυμένο Αρτούρ, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Τζος Ο Κόνορ, περνάμε από τον απτό κόσμο των ανθρώπων στον αθέατο κόσμο των ψυχών, παρακολουθώντας το θάνατο της παλιάς Ιταλίας, ο οποίος παρομοιάζεται με ένα άδειο και μουχλιασμένο παλάτσο που εξακολουθεί να διατηρεί την αριστοκρατική του αίγλη αλλά και τη γέννηση μιας νέας χώρας-κοινωνίας, η οποία ξεπηδά μέσα από ένα εγκαταλειμμένο σταθμό τραίνων, πατώντας πάνω στην αλληλεγγύη, στη συντροφικότητα και τη γυναικεία φύση. Παράλληλα, η δημιουργός τονίζει ευφάνταστο τρόπο την ασέβεια των σημερινών ανθρώπων απέναντι στην ομορφιά των περασμένων αιώνων αλλά και την αναγκαία ύπαρξη της αλληλεγγύης, η οποία αναδύεται μέσα από τα χαλάσματα του πρόσφατου παρελθόντος για να αναθρέψει τις νέες γενιές αυτής της χώρας.
Επίσης η δημιουργός επιδιώκει να φανερώσει μια άλλη όψη της Ιταλίας, μακριά από τις υπέροχες πόλεις-μνημεία. Παρόλο που η ταινία είναι γυρισμένη στην Τοσκάνη, η σκηνοθέτης παρουσιάζει κάποια από τα άγνωστα χωριά της, τα οποία προσπαθούν να ομορφύνουν την εικόνα τους για χάρη των τουριστών κατεδαφίζοντας τις εναπομείνασες παράγκες και τις μολυσμένες παραλίες του Τυρρηνικού Πελάγους όπου τα διυλιστήρια είναι χτισμένα πάνω στην σπουδαία Ετρουσκική Νεκρόπολη, θυμίζοντας αρκετά την πληγωμένη Ελευσίνα. Στην παραλία με τα διυλιστήρια υπάρχει μια από τις δυνατότερες σκηνές της ταινίας, με τη σύληση ενός ναού της Κυβέλης που θα προκαλέσει το απότομο ξεθώριασμα των τοιχογραφιών που ξανάρχονται σε επαφή με τον αέρα μετά από αιώνες, προσφέροντάς μας ένα άκρως αριστουργηματικό και συγκλονιστικό πλάνο. 
Η καταστροφική ασέβεια του ιερού της Κυβέλης θα κάνει τον Αρτουρ να αναλογιστεί τις ευθύνες του σ' αυτό το πλιάτσικο, με τις Ερινύες να τον επισκέπτονται μέσα από υπαρκτά πρόσωπα για να τον "καταδικάσουν" για να κλεμμένα κτερίσματα των αρχαίων τάφων. Ζώντας πια ενοχικά και νιώθοντας πως η αιθέρια παρουσία της Βενιαμίνα αρχίζει να ξεθωριάζει, ο Αρτούρ θα ενστερνιστεί την άποψη της νεαρής "Ιταλίας" που πιστεύει πως όλοι αυτοί οι θησαυροί δεν πρέπει να εκτεθούν σε ανθρώπινα μάτια αλλά να παραμείνουν στην προστατευτική αγκαλιά της γης.  Όμως δε θα προλάβει να εξιλεωθεί πλήρως καθώς η μελαγχολική του φύση, τον έχει ήδη προετοιμάσει για το αναπόφευκτο, οδηγώντας τον τελικά στην άλλη άκρη της κόκκινης κλωστής...
Η "Χίμαιρα" της Αλίτσε Ροχβάχερ είναι ένα μοντέρνο κινηματογραφικό διαμάντι το οποίο μας παρουσιάζει με παραμυθένιο τρόπο το παρελθόν που λεηλατείται και σβήνει ενώ παράλληλα το μέλλον δυσκολεύεται να γεννηθεί. Είναι ένας ύμνος των ατέρμονων μαχών που δίνει ο καθένας μοναχός του στη ζωή για να δώσει σάρκα κι οστά στα πιο απατηλά του όνειρα. Είναι ένας μύθος που ενώνει με έναν κόκκινο σπάγκο τον κόσμο των ζωντανών με τον αθέατο κάτω κόσμο των νεκρών. Είναι ένας φόρος τιμής για όλους αυτούς τους θησαυρούς που ατιμάστηκαν στο βωμό του κέρδους αλλά κι όλους αυτούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπλάχνα της γης, ευελπιστώντας πως θα έχουν μια καλύτερη μεταχείριση απ' αυτούς που θα τα ανακαλύψουν. 


Βαθμολογία: 8/10

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Εμφύλιος Πόλεμος (2024)

 



Ομολογώ πως επισκέφθηκα τον κινηματογράφο Μικρόκοσμο με μικρές προσδοκίες, καθώς οι εγχώριες κριτικές για τον πολλά υποσχόμενο "Εμφύλιο Πόλεμο" του Άλεξ Γκάρλναντ ήταν οι περισσότερες χλιαρές κι αρνητικές. Να όμως που κι αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, εντείνοντάς μου μια από τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, άφηνοντάς με μουδιασμένο για κάμποση ώρα μετά το τέλος της προβολής, να προσπαθώ να ξαναβρώ την ανάσα μου και να κατευνάσω την ανεξέλεγκτη ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η ταινία. Πάνω σ' αυτό θα ήθελα να τονίσω πως δεν ήταν ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου που με αιφνιδίασε και με σόκαρε αλλά στο κατά πόσο κοντά είναι ο δυτικός κόσμος σε ένα τόσο ακραία πολωμένο δυστοπικό μέλλον, ειδικά αν αναλογιστούμε τον πρόεδρο-μαριονέτα που έχει σήμερα η άλλοτε υπερδύναμη χώρα του δυτικού κόσμου αλλά κι αυτόν που πολύ πιθανόν θα επανεκλέξει σε λίγους μήνες...
Η θέση που παίρνει ο σκηνοθέτης πάνω στο φλέγον θέμα ενός εμφυλίου πολέμου, γίνεται εμφανής από τα πρώτα λεπτά. Καταφέρνει να μας ρίξει κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του πυρός, χωρίς να δίνει έμφαση στα αίτια της σύρραξης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι χωρισμένες στα δύο, ή για να το θέσω καλύτερα στα τρία. Από την μια είναι οι Δυτικές Δυνάμεις που απαρτίζονται από την Καλιφόρνια και το Τέξας, έχοντας με το μέρος τους την πολιτεία της Φλόριντα κι από την άλλη το κράτος της Ουάσιγκτον που είναι έτοιμο να πέσει, με τις υπόλοιπες πολιτείες να διατηρούν μια ουδέτερη στάση, αναμένοντας την τελική έκβαση του πολέμου. 
Πρωταγωνιστές σ' αυτήν την εμπόλεμη ζώνη των Ηνωμένων Πολιτειών είναι δύο δημοσιογράφοι και δύο φωτορεπόρτερ, οι οποίοι παίρνουν την απόφαση να ταξιδέψουν από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον, ελπίζοντας πως θα προλάβουν να πάρουν μια τελευταία συνέντευξη από τον έκπτωτο πρόεδρο. Στην άκρως επικίνδυνη διαδρομή τους, θα αποκαλυφθεί όλη η παράνοια ενός πολέμου καθώς τα τέσσερα πρόσωπα θα έρθουν αντιμέτωπα με μανιακούς τύπους που ταμπουρωμένοι πυροβολούν ότι κινείται στην περιοχή τους, με φασίστες που βρίσκουν τον πόλεμο ως ευκαιρία εθνοκάθαρσης ανοίγοντας ομαδικούς τάφους για να πετάξουν μέσα κάθε ξένο πολίτη που σκοτώνουν ανεξέλεγκτα, με οπλισμένους πολίτες που έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους σκορπώντας τον τρόμο στις πόλεις που δρουν αλλά και πολιτείες που προσπαθούν να ζήσουν μακριά από τις ταραχές, έχοντας όμως τις κάννες των ελεύθερων σκοπευτών να σημαδεύουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των πολιτών τους.




Το χαρακτηριστικό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες του είδους που αναφέρονται σε ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον, είναι πως ο δημιουργός αποφεύγει έξυπνα να πάρει κάποια πολιτική θέση, αφήνοντας τον θεατή να κρίνει ελεύθερα κι ανεπηρέαστα την όλη κατάσταση. Ούτε ακολουθεί την εμπορική πλέον αντιτραμπική ρητορική (αν κι ο πρόεδρος της ταινίας φέρει την αλαζονεία του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών). Προσωπικά βρήκα αρκετά εύστοχη τη δημιουργική ασάφεια του σκηνοθέτη, ο οποίος δεν προσδιορίζει ποιοι ανήκουν στο ρεπουμπλικανικό μέτωπο και ποιοι στο δημοκρατικό. Το μόνο που αφήνει να εννοηθεί είναι πως η πλειοψηφία των εμπλεκομένων εκφράζει μια απέχθεια στον πρόεδρο που είναι ταμπουρωμένος στον Λευκό Οίκο. Με το να μην παίρνει κάποια ξεκάθαρη θέση, αποφεύγει να παρουσιάσει το συνηθισμένο μοντέλο της μάχης του καλού με το κακό, διότι θέλει να δείξει πως οι χαρακτηρισμοί αυτοί ορίζονται στο τέλος κάθε πολέμου κι αναλόγως με την έκβαση που έχει.
Επίσης, ένα άλλο ευφάνταστο στοιχείο της ταινίας, το οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποίησε εύστοχα κι έξυπνα, είναι πως πήρε ένα σύνολο πολεμικών γεγονότων και το ένταξε στον αμερικανικό χώρο. Εικόνες που παρακολουθούμε άπραγοι κι αδιάφοροι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, γίνονται ξαφνικά απτά γεγονότα της καθημερινότητάς μας. Άνθρωποι που ζητούν πόσιμο νερό πέφτουν θύματα βομβιστικής ενέργειας, άνθρωποι άλλης φυλής ή θρησκείας, κείτονται σε ανοιχτούς λάκκους μαζί με άλλα θύματα της ξενοφοβικής βίας και φυσικά, ο Λευκός Οίκος να σφυροκοπείται ανελέητα, όπως συνέβη το 1973 στο κοινοβούλιο της Χιλής από την αμερικανοκινούμενη χούντα του Πινοσέτ. Άραγε, πως θα αντιδρούσαμε σε μια αντίστοιχη εμπόλεμη κατάσταση μετά από μια χρόνια αναισθητοποίηση που μας έχει προκαλέσει η εξ αποστάσεως παρακολούθηση των ολέθριων συνεπειών των πολεμικών εγκλημάτων και των συνεχών συρράξεων σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου; Ποιος μας εγγυάται πως αυτή η επικίνδυνη αστάθεια δεν έχει φτάσει έξω από τη δική μας πόρτα;
Αυτό το κινηματογραφικό κέντημα γεγονότων, δίνει το έναυσμα για έναν απαραίτητο προβληματισμό στο κατά πόσο είναι εφικτό να συμβεί ένας εμφύλιος πόλεμος σε κάποια από τις κοινωνικοπολιτικά ταραγμένες κι οικονομικά δοκιμασμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Πόσο κοντά είμαστε σε μια πιθανή πολιτική εκτροπή στις Η.Π.Α., οι οποίες διανύουν πλέον τα τελευταία χρόνια της παντοδυναμίας τους. Πως θα λήξει γι' αυτούς, αυτή η περίοδος; Άραγε τι θα συμβεί αν όλοι αυτοί οι πόλεμοι που δεκαετίες τώρα "εξάγουν" σε άλλες χώρες, περιοριστούν και ξεσπάσουν εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών;  




Ένα ακόμη στοιχείο που η συγκεκριμένη ταινία αναδεικνύει και κρίνει με εύστοχο τρόπο είναι η ηθική των εικόνων. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Γκάρλναντ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας, θίγει σταδιακά το συγκεκριμένο θέμα μέσα από τους διαλόγους δυο προσώπων, της Λι μιας έμπειρης πολεμικής φωτορεπόρτερ, την οποία ερμηνεύει η Κίρστεν Ντανστ και της Τζέισι, μιας νεαρής φωτορεπόρτερ, την οποία υποδύεται η Κέιλι Σπέινι, που κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την τετράδα συμπληρώνουν ο ταλαντούχος Βάγκνερ Μόοουρα που υποδύεται τον δημοσιογράφο που επιθυμεί να πάρει μια τελευταία δήλωση από τον πρόεδρο της Αμερικής και τον Στίβεν Χέντερσον, ο οποίος εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής που προσπαθεί να ακουστεί μες στον παραλογισμό του πολέμου.
Από την μια πλευρά, η έμπειρη Λι υπηρετεί στην ωμή καταγραφή των γεγονότων, θεωρώντας πως ο ρόλος της είναι να συγκεντρώνει στοιχεία και ντοκουμέντα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλοι άνθρωποι, για να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα που θα μπορέσουν να αναλύσουν τα ιστορικά γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο, το λειτούργημά της τοποθετείται στο πρώτο στάδιο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Γι' αυτό το λόγο, βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να παρατηρεί ατάραχη δυο βασανισμένους ανθρώπους που είναι κρεμασμένοι σε ένα επαρχιακό βενζινάδικο και ζητάει να τους φωτογραφίσει, δηλώνοντας στην νεαρή φωτορεπόρτερ που την ακολουθεί πως δεν τη νοιάζει αν είναι με τη μεριά των καλών ή των κακών διότι ο ρόλος της δεν είναι να ρωτά αλλά να καταγράφει. 
Από την άλλη, έχουμε τη νέα τάση του φωτογραφικού ρεπορτάζ, η οποία βλέπει αυτές τις εμπόλεμες σκηνές ως ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως μια νέα μορφή τέχνης που προορίζεται για μαζική κατανάλωση, όπου σ' αυτήν την κατηγορία, ο φωτορεπόρτερ δεν κυνηγάει μόνο την καταγραφή των γεγονότων αλλά και την αναγνωρισιμότητα μέσα από το έργο του. Κι αυτήν την αναγνωρισιμότητα, την κυνηγάει με κάθε τίμημα. 
Εδώ όμως τίθεται το εξής ερώτημα. Τελικά ο φωτορεπόρτερ και συγκεκριμένα ο πολεμικός ανταποκριτής, καταφέρνουν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για τα εγκλήματα που διαπράττονται σε πολεμικές συρράξεις ή όλος αυτός ο καταιγισμός εικόνων και βίντεο το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξοικειώνει την ανθρωπότητα με τις φρικαλεότητες; Πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ο σκηνοθέτης θέτει ανησυχητικά διλήμματα κι άβολους προβληματισμούς τόσο για το λειτούργημα των δημοσιογράφων όσο και για την ανθρωποφαγία και την απάνθρωπη αδιαφορία της υπερκαταναλωτικής δυτικής κοινωνίας. 
Και κάπου εδώ έρχεται να με εντυπωσιάσει η σκηνοθετική μαεστρία του δημιουργού, ο οποίος αναπτύσσει όλους τους παραπάνω προβληματισμούς ανάμεσα σε συγκλονιστικές σκηνές αδρεναλίνης, τις οποίες έζησα με μια απίστευτα πρωτόγνωρη ένταση, όπως για παράδειγμα το εφιαλτικό δεκάλεπτο όπου εμφανίζεται ο ταλαντούχος Τζέσι Πλίμον αλλά κι η πολιορκία του Λευκού Οίκου, η οποία καταφέρνει να κόψει την ανάσα κάθε απαιτητικού θεατή. Σημαντικό ρόλο στην ένταση των παραπάνω σκηνών έπαιξε κι ο βραβευμένος με όσκαρ ηχητικού μοντάζ Γκλεν Φρίμαντλ. 
Ο "Εμφύλιος Πόλεμος" δεν είναι μια ακόμη από τις πολλές αξιόλογες αντιπολεμικές ταινίες αλλά μια από τις πιο προβοκατόρικες δημιουργίες που έχει προσφέρει ο αμερικανικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που ενώ προσελκύει το κοινό με τις πολεμικές του σκηνές, τελικά καταφέρνει να το προβληματίσει με το ανησυχητικό του περιεχόμενο. Είναι ένα ύστατο καμπανάκι για το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί η αμερικανική κοινωνία συμπαρασύροντας μαζί της και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Παρόλο που η ταινία σε προϊδεάζει για ένα δυστοπικό μέλλον, τελικά σε συνταράζει για την ειλικρινή της ανάλυση σε ένα υπαρκτό διχαστικό παρόν που βρίσκεται ένα βήμα πριν την εμφύλια σύρραξη. Για  όλους αυτούς τους λόγους, τη θεωρώ ως ένα αναπάντεχο κινηματογραφικό αριστούργημα και σίγουρα ως μια από τις καλύτερες και συγκλονιστικότερες ταινίες της φετινής χρονιάς. Επίσης, είναι μια ταινία που αξίζει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα.

Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Οι Ελευσίνιοι (2023)

 


Όπως συμβαίνει με συγκεκριμένους αγαπημένους μου δημιουργούς, έτσι κι εδώ, περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή, "Ελευσίνιοι", καθώς η ίδια η πόλη που την τίμησε πριν τρεις δεκαετίες με την αξεπέραστη "Αγέλαστος Πέτρα", τον κάλεσε ξανά, αυτή τη φορά ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, για να περιπλανηθεί ξανά στις γειτονιές της και να συναναστραφεί με πρόσωπα παλιά κι αγαπημένα αλλά και με τις νέες γενιές που επιμένουν να αγωνίζονται και να  ονειρεύονται σ' αυτή τη ξεχασμένη γωνιά της Αττικής γης. Οι "Ελευσίνιοι" είναι ένα πολυεπίπεδο δοκιμιακό έργο που καταπιάνεται με αρκετά θέματα και καταφέρνει να τα δέσει αρμονικά, δημιουργώντας ένα τελικό αποτέλεσμα αρκετά νοσταλγικό, συγκινητικό και πάνω απ' όλα ανθρωποκεντρικό. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποια απ' αυτά, αν και θεωρώ αρκετά δύσκολο να περιγράψω όλα αυτά τα συναισθήματα που αναδύθηκαν από μέσα μου τόσο κατά τη διάρκεια της προβολής όσο και μετά...
Πρώτα απ' όλα συγκινήθηκα αρκετά με τα αποσπάσματα της "Αγελάστου Πέτρας", τα οποία δεν είχαν ενταχθεί στην ταινία τότε κι έρχονται σήμερα να συμπληρώσουν ένα ήδη πλήρες κι άρτιο αριστούργημα. Ξανασυνάντησα τους μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μέσα από τις μαρτυρίες τους φανερώνουν πως αρχές του περασμένου αιώνα είχαν καταφέρει να δώσουν μια νέα πνοή σε έναν τόπο που είχε λησμονηθεί από αρκετούς. Συγκινήθηκα πολύ που συναντήθηκα πάλι με οικεία πρόσωπα (τολμώ να τα χαρακτηρίσω οικία καθώς έχω παρακολουθήσει κάμποσες φορές την Αγέλαστος Πέτρα), τα οποία ξεδίπλωσαν κι άλλες άγνωστες πτυχές από την πολυτάραχη ζωή τους, αλλά και στιχομυθίες σαν αυτή του σκηνοθέτη με την κυρία Ελένη που άναβε τα καντηλάκια στην Ιερά Οδό, η οποία ρώτησε χαριτολογώντας, αν γινόταν να έρθει με το φαναράκι της στην τότε πρεμιέρα της "Αγελάστου Πέτρας"
Έχοντας ως βάση τα πρόσωπα της δεκαετίας του '80, ο πολυαγαπημένος Έλληνας σκηνοθέτης επιστρέφει στην Ελευσίνα για να δει πόσο πολύ άλλαξε η πόλη κι οι άνθρωποί της, εστιάζοντας αυτή τη φορά στα "παιδιά" που ανδρώθηκαν κι ωρίμασαν απότομα στις φάμπρικες της ευρύτερης περιοχής κατά την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και στα νέα πρόσωπα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αλλά εξακολουθούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Απ' όλα τα πρόσωπα, ξεχώρισα τους νέους που θέλουν να σπουδάσουν προγραμματισμό κι αστροφυσική, εκθέτοντας με εύστοχο τρόπο μια από τις πολλές λάθος αντιλήψεις του πρωθυπουργού που θεωρεί ότι οι λαϊκές συνοικίες βγάζουν μόνο ψυκτικούς. 




Επίσης, μέσα από τα νέα πρόσωπα που περνάνε από το κινηματογραφικό φακό του Φίλιππου Κουτσαφτή, παρατηρούμε τη φιλοξενία που έχουν νιώσει στην Ελευσίνα, η οποία έχει μετατραπεί σε πατρίδα όλων των κατατρεγμένων αυτής της γης. Όπως στις αρχές του περασμένου αιώνα δέχτηκε στους κόλπους της τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, έτσι και στις μέρες μας δέχεται χωρίς διακρίσεις τους μετανάστες, οι οποίοι δένονται με το μέρος, νιώθοντας έντονα πως είναι κι οι ίδιοι γέννημα θρέμμα αυτής της πόλης, όπως μια νεαρή κοπέλα από την Αλβανία που αισθάνεται κάποια μυστήρια πνευματική σύνδεση με τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Τέλος, θα ήθελα να μνημονεύσω έναν αξιολάτρευτο κύριο που έφτιαχνε μικρά έπιπλα στην κόρη του για να παίζει και χαιρόταν με τη ψυχή του βλέποντας τη χαρά του παιδιού του. Με έναν τόσο λιτό και γλυκό τρόπο γίνεται μνεία στην ομορφιά και στην ειλικρίνεια της λαϊκής τέχνης, σε αντίθεση με την απρόσωπη και σε αρκετές περιπτώσεις απρόσιτη ακαδημαϊκή μορφή της σύγχρονης τέχνης.
Πέρα όμως από την ανθρωποκεντρική του προσέγγιση, ο Φίλιππος Κουτσαφτής κάνει άλλη μια λυρική περιπλάνηση στους αρχαιολογικούς χώρους, στο νέο πια μουσείο της Ελευσίνας, στη Μονή Δαφνίου αλλά και στις λιγοστές γειτονιές που εξακολουθούν να διατηρούν τον ξεχασμένο χαρακτήρα των παλιών γειτονιών. Τελικά ποια είναι η ταυτότητα κι η ατμόσφαιρα της σημερινής Ελευσίνας τόσο για τους κατοίκους της όσο και για τους Αθηναίους που την έχουν τόσο κοντά τους αλλά και μακριά τους. Ποιο είναι το όραμά της και τι έχει σωθεί από την επέλαση των διυλιστηρίων και των εργοστασίων; Πόσο πολύ διαφέρει η όψη της από τα μάτια των νέων παιδιών σε αντίθεση με την εικόνα που έχουν διατηρήσει καλά στη μνήμη τους οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δε μπορεί να δοθεί με σαφήνεια, παρόλο που ο δημιουργός επιδιώκει και καταφέρνει εν μέρει να προσεγγίσει την αλήθεια συλλέγοντας ένα σύνολο απόψεων, εμπειριών, προβληματισμών και περιγραφών. 
Όσο για τα Ελευσίνια Μυστήρια, ο δημιουργός επιλέγει έναν έξυπνο και εύστοχο τρόπο για να τα παρομοιάσει με το γλυκό πρόσωπο ενός μικρού κοριτσιού με το αινιγματικό του βλέμμα, το οποίο απαντάει γραπτώς στις ερωτήσεις του σκηνοθέτη κι αρνείται διακριτικά να του εκμυστηρευτεί τις καθημερινές του σκέψεις που έχει γράψει σε ένα ημερολόγιο.
Με μια σύγχρονη αλλά ταυτοχρόνως απόκοσμη ματιά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αναβιώνει τα Ελευσίνια Μυστήρια με τον δικό του ανεξίτηλο τρόπο, δημιουργώντας υπαρξιακές προεκτάσεις του ένδοξου παρελθόντος με το στάσιμο παρόν, αφήνοντας τις νέες γενιές να μιλήσουν για το μέλλον. Με τη δική του κινηματογραφική ματιά, η Ελευσίνα μετατρέπεται σε ένα καίριο σημείο αναφοράς της πρόσφατης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, από την Καταστροφή της Σμύρνης εν καιρώ πολέμου μέχρι την Καταστροφή της Ελευσίνας εν καιρώ ειρήνης (;), η οποία μας διηγείται ξανά ένα μοντέρνο θλιμμένο παραμύθι προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διασώσει την Ιστορία που είτε έχει γκρεμιστεί, είτε έχει μπαζωθεί, είτε έχει τσιμεντωθεί. Πάνω σ' αυτό το χρόνιο έγκλημα, ο Φίλιππος Κουτσαφτής αφήνει στην άκρη το ενοχικό συγγνώμη του φινάλε της "Αγελάστου Πέτρας" και δίνει το βήμα και συνάμα την ώθηση στη νέα γενιά να συνεχίσει τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.


Βαθμολογία: 9/10

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Οι Άποικοι (2023)

 



Οι κινηματογραφικές χρονιές πάντα περιέχουν αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες προτάσεις από τη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα από την αγαπημένη μου χώρα, τη Χιλή, η οποία επικεντρώνεται τόσο στις μέχρι πρότινος αμερικανοκίνητες δικτατορίες όσο και στα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν όμως και ταινίες που εστιάζουν στις πιο σκοτεινές περιόδους εκείνων των περιοχών. Με μια απ' αυτές τις άγνωστες πτυχές της ιστορίας καταπιάνεται ο Φελίπε Γκαλβέζ στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, παρουσιάζοντας με ωμό κι ανατριχιαστικό τρόπο την ανελέητη γενοκτονία που υπέστησαν οι ιθαγενείς της Παταγονίας από τους δυτικούς τυχοδιώκτες που αποίκησαν με απληστία στα συγκεκριμένα παρθένα μέρη. Με ένα πρωτοποριακό ύφος, ο σκηνοθέτης αναμοχλεύει τα στάσιμα και σκοτεινά νερά της άγνωστης χιλιανής ιστορίας, ασκώντας με δριμύτητα κριτική για τις θηριωδίες της δυτικής αποικιοκρατίας, αποσπώντας με το έργο του το βραβείο FIPRESCI, στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.
Η ταινία μας γυρνάει πίσω στο 1901, παρουσιάζοντάς μας αρχικά τις απάνθρωπες συνθήκες των εργατών γης που προσλαμβάνονταν από τους ντόπιους γαιοκτήμονες. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Χοσέ Μενέντεζ (υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο), του οποίου τα πρωτοπαλίκαρα έκαναν ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή τόσο των εργατών όσο και των γηγενών. Ένας απαράβατος κανόνας που ίσχυε χωρίς διακρίσεις και προκαλούσε τρόμο, ήταν πως κάθε εργατικό ατύχημα σήμαινε τερματισμό όχι μόνο της (συν)εργασίας, αλλά και της ζωής των εργατών. Πέρα όμως από τις εκτάσεις γης, ο Μενέντεζ είχε πάρει τα δικαιώματα και της εκτροφής προβάτων. Γι' αυτόν τον λόγο στέλνει τρεις άνδρες σε μια αποστολή για να καθαρίσουν τα περάσματα της Γης του Πυρός (το όνομά της δόθηκε από τους αποίκους λόγω των εστιών που άναβαν οι γηγενείς στις κατασκηνώσεις τους) ,ώστε να έχουν τα ζώα του μια ασφαλή δίοδο προς τα βοσκοτόπια τους. 
Η ιχνηλατική ομάδα σχηματίζεται από έναν Σκοτσέζο στρατιώτη, γνωστό ως "Κόκκινο Γουρούνι" τόσο για τα σαδιστικά του εγκλήματα, όσο και για την κόκκινη στολή του βρετανικού στρατού που εξακολουθούσε να φοράει, έναν Αμερικανό μισθοφόρο που γνώριζε από μαζικές σφαγές ιθαγενών κι έναν γηγενή ιχνηλάτη που τους καθοδηγούσε, καθώς γνώριζε τα μέρη.
Το οδοιπορικό των τριών προσώπων, θα δώσει τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί η απέραντη ομορφιά της Παταγονίας, η άγρια γοητεία των βουνών της και το αλαλούμ των αχαρτογράφητων περιοχών που δεν είχαν προλάβει να ενταχθούν στη Χιλή και στην Αργεντινή. 
Η πορεία τους όμως θα βαφτεί με αίμα, καθώς οι ιχνηλάτες θα αρχίσουν να σφάζουν όλους τους ιθαγενείς που θα συναντούν στο διάβα τους. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αντίφαση ανάμεσα στην άγρια ομορφιά του Χιλιανού τοπίου και στις φρικαλεότητες που συντελούνται μέσα σε αυτό. Με τη δράση τους αυτή, το "καθάρισμα" των μονοπατιών που ζήτησε ο Μενέντεζ αποκτά μια άλλη ερμηνεία, πολύ πιο σκοτεινή, απάνθρωπη κι αιμοβόρα. Όμως, η απληστία των ιχνηλατών δολοφόνων κι η αίσθηση της ατιμωρησίας των πράξεών τους, θα τους φέρει στο χείλος της δικής τους καταστροφής καθώς από κυνηγοί κεφαλών θα μετατραπούν σε κατατρεγμένα θύματα των δικών τους ανθρώπων (αντίστοιχων δυτικών τυχοδιωκτών). Η κατάληξή τους αυτή μετατρέπεται σε μια τιμωρία χωρίς δικαίωση για τα θύματα των εγκλημάτων τους, αποδεικνύοντας πως όσοι ταξίδεψαν ως τις εσχατιές του κόσμου, για να εκμεταλλευτούν παρθένα μέρη και να αφανίσουν αδύναμους λαούς, αποτελούν την προσωποποίηση του απόλυτου επίγειου κακού.




Το πιο εφιαλτικό στοιχείο της ταινίας είναι μια σκηνή που διαδραματίζεται κάμποσα χρόνια μετά τα γεγονότα που συνέβησαν στο οδοιπορικό των τριών ιχνηλατών. Στη συγκεκριμένη σκηνή παρακολουθούμε την οικογένεια του Χοσέ Μενέντεζ να απολαμβάνει τις ανέσεις που τους έχει επιφέρει ο βρώμικος πλουτισμός τους. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με έναν ντόπιο ιερά κι έναν πολιτικό που έρχεται από την πρωτεύουσα της χώρας, θα δηλώσουν αμετανόητοι για τις σφαγές των γηγενών που διέπραξαν για να εδραιωθούν στην αριστοκρατική τους τάξη, χωρίς να αντιδρά κανείς από τους προσκεκλημένους για τα λεγόμενά τους. Μ' αυτόν τον ευφυή τρόπο, ο δημιουργός παρουσιάζει με ανατριχιαστικό κυνισμό τη σκοτεινή "κανονικότητα" αρκετών δυτικών κοινωνιών. Μια "κανονικότητα" που ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται κάπως καλυμμένα μέχρι τις μέρες μας, τροφοδοτώντας με πλούτη και πρώτες ύλες ορισμένες ισχυρές χώρες, δυναστεύοντας παράλληλα αδύναμους λαούς, οι οποίοι ανήκουν σε μια κατηγορία κρατών, η οποία έχει υιοθετήσει τον παραποιημένο και περιφρονητικό χαρακτηρισμό «τρίτος κόσμος». 
Όμως για μένα, η πιο έντονη στιγμή της ταινίας, βρίσκεται στην τελευταία σκηνή όπου κάποια πολιτικά πρόσωπα προσπαθούν να εξιλεώσουν την εικόνα της Χιλής από τα εγκλήματα του παρελθόντος της, προσπαθώντας από τη μια να προσεγγίσουν τα εναπομείναντα θύματα των σφαγών για να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε να τιμωρηθούν οι ένοχοι, υποτάσσοντάς τα παράλληλα από την άλλη σε μια εθελούσια υιοθέτηση της δυτικής κουλτούρας. Το βλέμμα της πρωταγωνίστριας που έμεινε επίμονα καρφωμένο στο φακό μέχρι να σβήσει η οθόνη, έμεινε για μέρες χαραγμένο στη μνήμη μου.
Ο σκηνοθέτης Φελίπε Γκαλβέζ επιλέγει να αφηγηθεί ένα φλέγον θέμα της χώρας του, παρουσιάζοντας την άγνωστη γενοκτονία των φυλών της Παταγονίας. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της τρομακτικής ατμόσφαιρας έπαιξε ο διευθυντής φωτογραφίας Σιμόνε Ντ' Αρκάντζελο με τα εκπληκτικά πλάνα των ανοιχτών οριζόντων, των αφιλόξενων βουνών και των άγριων δασών τα οποία ερχόντουσαν σε τρομερή αντίθεση με τις φρικαλεότητες που σημειώθηκαν στα μέρη αυτά. Παράλληλα, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε κι η μουσική επένδυση του Χάρι Αλούτσε, η οποία διατηρεί μια ένταση καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Προσωπικά, βρήκα πρωτότυπους και τους κατακόκκινους τίτλους των κεφαλαίων της ταινίας, οι οποίοι εμφανίζονταν ξαφνικά και κάλυπταν απειλητικά όλη την επιφάνεια της μεγάλης οθόνης. 
Οι "Άποικοι" είναι ένα μοντέρνο και σκοτεινό γουέστερν, το οποίο τολμάει να πειραματιστεί με νέες οπτικές γωνίες, καταφέρνοντας να προσεγγίσει τις σκοτεινές πτυχές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, με απώτερο σκοπό να καταγγείλει την ανελέητη βαρβαρότητα των αποίκων και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή ενός φιλήσυχου πολιτισμού που ζούσε για αιώνες ειρηνικά στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του Νέου Κόσμου. 
Επίσης, ο δημιουργός προσπαθεί να αναδείξει και να ερμηνεύσει με έναν εύστοχο τρόπο την καταδικασμένη ιστορία της χώρας του, η οποία θεμελιώθηκε με τις βαρβαρότητες των αποίκων, προετοιμάζοντας το έδαφος των δικτατοριών που επιβλήθηκαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Με λίγα λόγια, οι «Άποικοι», προσεγγίζουν με ειλικρίνεια, αλλά και με κυνισμό την απάνθρωπη φύση του ιμπεριαλισμού και της βάρβαρης κληρονομιάς του, η οποία δεν είναι άλλη από τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας, την επιδίωξη κάθε ανήθικου αισχροκερδούς πλούτου και τον ασφυκτικό έλεγχο των μαζών.  


Βαθμολογία: 7/10

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Η Επιφώτιση (1973)

 



Ο χώρος του κινηματογράφου είναι ένα απέραντο σύμπαν γεμάτο αριστουργήματα που ακόμη αγνοούμε την ύπαρξή τους. Μέσα σ' αυτή τη χρόνια αναζήτηση σπάνιων κινηματογραφικών διαμαντιών, διαπίστωσα πως όσο περισσότερο πορευόμαστε μέσα στον αχανή κόσμο της έβδομης τέχνης, τόσο περισσότερο πειθόμαστε πως υπάρχουν ένα σωρό ταινίες που περιμένουν καρτερικά να μας μαγέψουν, να μας συνταράξουν, να μας προβληματίσουν και να μας βελτιώσουν ως ανθρώπους. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα κίνητρο να συνεχίσω να τις αναζητώ. Η τελευταία μου αναπάντεχη ανακάλυψη είναι ένα σπάνιο υπαρξιακό κινηματογραφικό δοκίμιο, η "Επιφώτηση" (ή "Επιφοίτηση") του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Ζανούσι. Μια κινηματογραφική ανακάλυψη που την οφείλω στις εκπληκτικές επιλογές του Cinemarian. 
Η σύνθετη κι άκρως πρωτοποριακή ταινία του Κριστόφ Ζανούσι, μας παρουσιάζει την πορεία ενός νεαρού Πολωνού, ο οποίος προσπαθεί από την πρώτη μέρα της φοιτητικής του ζωής να αναζητήσει το σκοπό της ύπαρξής του και το νόημα των επιλογών του, αλλά και το να κατανοήσει το θαύμα της ζωής. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο σκηνοθέτης επιλέγει μια περσόνα που δεν μας είναι ούτε συμπαθητική, αλλά ούτε κι αντιπαθητική. Η συνηθισμένη κι αδιάφορη όψη του, δίνει τη δυνατότητα στους θεατές να τον αφουγκραστούν και να τον κρίνουν αντικειμενικά και καθαρά τόσο για τις καθημερινές του σκέψεις όσο και για τις επιλογές που κάνει. 
Οι σπουδές του πάνω στη φυσική, του δίνουν τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται σε καθημερινή βάση με ανθρώπους που έχουν κοινούς στόχους, κοινές αντιλήψεις, παρόμοιες ανασφάλειες και προβληματισμούς. Μέσα από αυθόρμητους διαλόγους πανεπιστημιακών που πραγματοποιούνται στις φοιτητικές αίθουσες, ανοίγεται ο άγνωστος κόσμος αυτών των τόσο κλειστών ανθρώπων της επιστημονικής ελιτ. Κάποιοι πιστεύουν πως ο κλάδος τους φέρει το βάρος του πυρηνικού ολέθρου, καθώς φυσικοί ήταν οι επιστήμονες που δημιούργησαν την ατομική βόμβα. Άλλος πιστεύει πως η φυσική είναι μια επιστήμη ξεπερασμένη, καθώς στις μέρες μας τα πρωτεία τα κουβαλάει η γενετική κι η βιολογία. Άλλοι πάλι επέλεξαν αυτό το επάγγελμα, διότι θέλουν να βγάλουν χρήμα και να αποκτήσουν κύρος μες στην κοινωνία. Και φυσικά υπάρχουν κάποιοι ρομαντικοί που πιστεύουν πως μέσα απ' αυτήν την επαγγελματική επιλογή θα καταφέρουν να γνωρίσουν ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα. 
Οι απαντήσεις που ακούει ο πρωταγωνιστής από τους συμφοιτητές του και τους καθηγητές, δεν τον πείθουν. Όμως, αυτό δεν τον πτοεί καθώς βρίσκεται σε μια φάση της ζωής του που τον ελκύουν οι πειραματισμοί κι οι περιπέτειες. Οπότε τον βλέπουμε άλλες φορές να βυθίζεται σαν φάντασμα σε φοιτητικές μαζώξεις όπου κυριαρχεί η τάση της ανατολίτικης ψυχεδέλειας κι άλλες φορές να αναρριχάται σαν αερικό στους ορεινούς όγκους της νότιας Πολωνίας. Και στις δυο περιπτώσεις διαπιστώνει πως αποτυγχάνει να έρθει κοντά στην αλήθεια κι αδυνατεί να καλύψει το κενό που νιώθει πως υπάρχει μέσα του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιλέξει ένα άλλο μονοπάτι που θεωρεί ότι θα τον οδηγήσει στην ανθρώπινη ολοκλήρωσή του, το οποίο είναι η δημιουργία της δικής του οικογένειας. 




Αναζητώντας ο πρωταγωνιστής την πλήρη ολοκλήρωσή του, παίρνει το ρίσκο να πείσει τη σύντροφό του να συνεχίσει την κύησή της. Όμως, η απόφασή τους αυτή, είναι ολίγον επιπόλαιη, καθώς κανείς τους δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και δεν έχει αναλογιστεί τις ευθύνες που κουβαλάει το μεγάλωμα ενός παιδιού. Ο πρωταγωνιστής θα αναγκαστεί να αφήσει τις σπουδές του για να δουλέψει, ώστε να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του, κάτι που θα τον ρίξει απότομα στο στίβο της εργασιακής ζούγκλας, όπου θα διαπιστώσει βιαίως πως στις νέες για εκείνον κοινωνικές συνθήκες, κανείς δεν υπολογίζει κανέναν κι ο αλληλοσεβασμός πάει περίπατο. 
Την ίδια περίοδο, ένας φίλος του μουσικός χάνει τη μάχη με τη ζωή μετά από μια δύσκολη επέμβαση. Η εξέλιξη αυτή θα φέρει τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα στο κατά πόσο η επιστήμη μπορεί να επεμβαίνει βάναυσα στο σώμα των ασθενών με απώτερο σκοπό να σώσει τις ψυχές τους. Μέσα από συζητήσεις που κάνει με εξειδικευμένους γιατρούς, αναρωτιέται με ποιο δικαίωμα το ανθρώπινο είδος κάνει πειράματα πάνω σε άλλα ζώα, αναζητώντας την πολυπόθητη θεραπεία των ανθρώπινων ασθενειών. Με ποιο ήθος οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα μελέτης κι έρευνας τα ζωτικά όργανα νεκρών ασθενών τους; Οι απαντήσεις που παίρνει δεν τον ικανοποιούν, εκδηλώνοντας την αγανάκτησή του με τη συνταρακτική σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής κάνει χίλια κομμάτια το δοχείο με τον εγκέφαλο του φίλου του μουσικού. 
Τα αδιέξοδα και τα αναπάντητα ερωτήματα των θετικών επιστημών θα στρέψουν τον πρωταγωνιστή στο μυστικισμό των θρησκειών. Θέλοντας απογοητευμένος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θα αναζητήσει την ψυχική του γαλήνη σε κάποιο μοναστήρι. Όμως κι εκεί θα διαπιστώσει πως η παράνοια της ανθρώπινης απελπισίας χτίζει αβάσιμα δόγματα κι ανύπαρκτους θεούς, οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια πνευματική αποχαύνωση που σε όλες τις θρησκείες ερμηνεύεται ως θεία επιφώτιση. Μέσα από διαλόγους που έχει με τους μοναχούς, διαπιστώνει πως ο γνωστικισμός δεν αρκεί, για να απαντήσει στα ζητήματα που θέτει η ανθρώπινη περιέργεια, καθώς προσφέρει μόνο μερική γνώση της πραγματικότητας. Μια αδυναμία που την είχε παρατηρήσει και στο χώρο της επιστήμης, η οποία αδυνατεί με τη σειρά της να συλλάβει την έννοια του απόλυτου.





Μετά από μια ατέρμονη υπαρξιακή οδύσσεια, ο πρωταγωνιστής θα επιλέξει την απλή λογική, βάζοντας τους προβληματισμούς του για λίγο στην άκρη, θέλοντας να επιλύσει πρώτα τα οικογενειακά του προβλήματα και να σταθεί αντάξιος των ευθυνών του, τόσο ως γονιός, όσο κι ως σύντροφος. Θα ολοκληρώσει τις σπουδές του και θα προχωρήσει σε διδακτορικό πάνω στη βιολογία, προσπαθώντας να θέσει νέους ηθικούς κανόνες στη συγκεκριμένη επιστήμη. 
Όμως, εκεί που η ζωή του έχει πάρει μια εποικοδομητική πορεία κι όλα κυλούν αρμονικά κι αποτελεσματικά, έρχεται ένα θέμα υγείας που θα τον προσγειώσει ανώμαλα, υποτάσσοντάς τον σε πιο αργούς και χαλαρούς ρυθμούς, τόσο στην επαγγελματική του καριέρα, όσο και στην καθημερινή του ζωή. 
Κι εκεί που επανέρχεται η απελπισία στον πρωταγωνιστή, η αναγκαστική παύση των αγχωτικών του ρυθμών θα του προσφέρει την πολυπόθητη επιφώτιση διότι μέσα στη σωτήρια στασιμότητά του θα συνειδητοποιήσει πως το μυστήριο νόημα της ζωής βρίσκεται στις μικρές ανθρώπινες στιγμές που περνούν και χάνονται χωρίς να το συνειδητοποιούμε εγκαίρως. 
Η μορφή του ήρωα μέσα στα τρεχούμενα νερά του ποταμού είναι ένα ποίημα, διότι συμβολίζει με τον πιο εύστοχο τρόπο τη φυσική μας αδυναμία να ελέγξουμε το χρόνο που περνά και να διαχειριστούμε σωστά τη ζωή μας που κυλάει αδιάκοπα. 
Ο Κριστόφ Ζανούσι κατάφερε να μας προσφέρει ένα σπάνιο κινηματογραφικό δοκίμιο, μέσω του οποίου προσπαθεί να μας αποδείξει πως ούτε η λογική της επιστήμης, αλλά ούτε κι ο μυστικισμός των θρησκειών θα καταφέρουν ποτέ να δώσουν κάποια ορθή απάντηση, τόσο για το μυστήριο της ζωής, όσο και για το σκοπό της ύπαρξής μας. Για να καταφέρει να μας πείσει για τη θεωρεία του αυτή, έχει επιλέξει διακεκριμένα μέλη της επιστημονικής ελίτ της χώρας του, τα οποία αντιπαρατίθενται με επιστημονικά επιχειρήματα σχετικά με την ηθική της επιστήμης και το μέλλον που μας επιφυλάσσεται. 
Κατά τη γνώμη μου, η τρίτη του ταινία δεν είναι μόνο ένα ακόμη αριστούργημα του πολωνικού κινηματογράφου, αλλά και μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου προτάσσοντας αποφασιστικά τις πιο κραυγαλέες και μύχιες υπαρξιακές παλινωδίες των σκέψεών μας.


Βαθμολογία: 10/10

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Φτάσαμε τα 40

 


Και να λοιπόν που πατήσαμε και τα σαράντα. Ένας αριθμός που κάποτε μου φαινόταν τόσο μακρινός κι η έλευσή του μου έφερνε μια απροσδιόριστη αναταραχή. 
Σήμερα μπαίνω στην πέμπτη δεκαετία της ζωής μου. Υποτίθεται πως βρίσκομαι στην πιο παραγωγική μου περίοδο αλλά οι βίαιες συνθήκες των περασμένων δεκαετιών με έχουν αναγκάσει στο να περιοριστώ σε έναν σχετικά ανεκτό τρόπο ζωής και κάθε πρωί που ξυπνάω να λέω ένα συμβιβαστικό "πάλι καλά...". 
Όμως η ζωή τρέχει σαν νερό. Χρόνο με το χρόνο το αισθάνομαι όλο και πιο έντονα. Προς τα πού οδεύουμε και τι αφήνουμε τελικά πίσω μας. 
Όταν έκλεισα τα τριάντα κοίταξα πίσω μου και σκέφτομαι πως "ως εδώ πάμε καλά". Κλείνοντας σήμερα τα σαράντα ξανακάνω τον ίδιο απολογισμό. Εξακολουθώ να λέω σε ατομικό επίπεδο πως "ως εδώ πάμε καλά" όμως έχει προστεθεί ένα "αλλά". 
"Ως εδώ πάμε καλά αλλά με λιγότερα αγαπημένα πρόσωπα στη ζωή. 
Ως εδώ πάμε καλά αλλά η κατάσταση γύρω μου μυρίζει μπαρούτι κι αυτό με ανησυχεί αρκετά.
Ως εδώ πάμε καλά αλλά ένα ένα τα όνειρά μου σβήνουν και τα μελλοντικά μου σχέδια περιορίζονται".
Όλα τα παραπάνω δεν τα λέω με μια δόση μιζέριας και μελαγχολίας. 
Είναι επακόλουθο να χάσεις σημαντικούς για τη ζωή σου ανθρώπους. 
Είναι πιο ρεαλιστικό να αρχίσεις να πατάς πιο γερά στα πόδια σου και να αρχίσεις να διεκδικείς πιο λογικές προσδοκίες κι επιθυμίες. 
Είναι πιο ώριμο να σταματάς να αναζητάς την επιβεβαίωση από πολλούς κι άγνωστους ανθρώπους και να στρέφεσαι μόνο στους λίγους κι αληθινούς ανθρώπους που έχεις αποφασίσει να κρατήσεις στη ζωή σου. 
Σε μια λοιπόν περίοδο που κυριαρχεί το σκοτάδι της καθεστωτικής ανελευθερίας και της δολοφονημένης δικαιοσύνης, οι οποίες στερούν σε κάθε ευσυνείδητο συνάνθρωπό μου να κοιτά με αισιοδοξία το κοντινό του μέλλον, θα επιμείνω στην προσπάθειά μου να συνεχίσω να ζω την κάθε στιγμή που περνά και χάνεται. Να συνεχίσω την ίδια τακτική ώστε να νιώσω τα πόδια μου να πατούν πιο γερά πάνω στη γη. Να συνεχίσω να κυνηγώ τα όνειρά μου κάνοντας εφικτές υπερβάσεις, ώστε να φτάσω στα πενήντα και να πω για τρίτη φορά το "ως εδώ πάμε καλά".

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Τέμπη, ένας χρόνος μετά


του Παντελή Μπουκάλα
σκίτσο ανάρτησης: Δερμεντζόγλου Γιάννης


Ένα χρόνο μετά την τραγωδία των Τεμπών, πολλά κρίσιμα ερωτήματα για την αδιανόητη σύγκρουση των δύο τρένων, που έκλεψε τη ζωή 57 συνανθρώπων μας, την υγεία δεκάδων άλλων και τη γαλήνη εκατοντάδων συγγενών τους, μένουν αναπάντητα. Κάποια άλλα έλαβαν πολιτικάντικη «απάντηση» από τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, γεγονός προσβλητικό για τη μνήμη των νεκρών. Ακολουθώντας σεβαστικά τη θλιβερή παράδοση, η επιτροπή έδειξε προς τα πού τής είχε ταχθεί να οδεύσει ήδη με την επιλογή ως προέδρου της ενός από τους πλέον επιθετικούς και ρηχούς λαϊκιστές της Ν.Δ. Λειτουργώντας με συνοπτικές διαδικασίες, δεν σκόπευε να αναδείξει έστω το πλατωνικό «εν τρίτον από της αληθείας» αλλά να ψευτογιατρέψει (με τη συγκαλυπτική εμμονή στο «ανθρώπινο σφάλμα») τη βαριά τραυματισμένη εικόνα της κυβέρνησης. Και να φτιασιδώσει το προφίλ του Κ. Αχ. Καραμανλή, ο οποίος, σαν εταίρος της κληρονομικής δημοκρατίας μας, φρονεί ότι γεννήθηκε απαλλαγμένος ισόβια από την υποχρέωση της λογοδοσίας και της ευθύνης. 
Ως εκ τούτου, δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες όσοι γνώστες των προβλημάτων του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας προειδοποιούσαν από καιρό ότι οι συρμοί κινούνται σε ράγες καταστροφικές. Η αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις γεννάει αναπόφευκτα τη σκέψη ότι ο χαρακτηρισμός «δυστύχημα» δεν είναι απλώς υποτιμητικός αλλά αθωωτικός. Οι κυβερνήσεις (η ίδια η πολιτική συγκρότηση του ανθρώπινου βίου εντέλει) υπάρχουν για να περιορίζουν μέχρι μηδενισμού τις πιθανότητες του «τυχαίου», της «κακιάς στιγμής». Πάνε αιώνες που δεν έχουμε πια στις πόλεις μας αγάλματα της θεοποιημένης Τύχης. Γι’ αυτό και οι επιζήσαντες και οι οικείοι τους στις μηνύσεις τους καταγγέλλουν το «μαζικό έγκλημα των Τεμπών». 
Ενα από τα ερωτήματα που θέτουν επίμονα οι συγγενείς των θυμάτων, παρά τους «συμβουλάτορες πόνου», που τους προτρέπουν να ζήσουν σιωπηρά το πένθος τους, αφορά το μπάζωμα του πεδίου της τραγωδίας με χαλίκια και άσφαλτο. «Το μπάζωμα έγινε με επιμελή και μόνιμο τρόπο», γράφει στο πόρισμά του ο τεχνικός σύμβουλος του συλλόγου των συγγενών. Ποιος ο στόχος της κατεσπευσμένης «επιμέλειας», αν όχι «η αλλοίωση και η μόλυνση του σημείου», όπως παρατηρεί ο ειδικός πραγματογνώμονας; Μια τόσο βαριά απόφαση, στα όρια της ύβρεως, μπορούν άραγε να τη φορτωθούν οι σχετικώς αδύναμοι ώμοι του περιφερειάρχη Κ. Αγοραστού ή του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου;

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Το έγκλημα της Δρέσδης


 

Η Δρέσδη, η «Φλωρεντία του ‘Ελβα» όπως αποκαλείτο, ήταν μια πόλη μνημείο. Μια πόλη με χαρακτήρα μουσείου, γεμάτη αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βιβλιοθήκες, θέατρα, μουσεία, πάρκα. Ήταν μια πόλη απαράμιλλης πολιτιστικής ομορφιάς και γι’ αυτό είχε μείνει ανέπαφη από τους βομβαρδισμούς. Γι' αυτό το λόγο, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολική Γερμανία είχαν καταφύγει εκεί. Όμως, μετά από διαταγή των Αγγλοαμερικάνων, άρχισε ο ανελέητος βομβαρδισμός της, ο οποίος ξεκίνησε στις 13 Φεβρουάριου του 1945 κι ολοκληρώθηκε δυο νύχτες μετά. Στο συγκεκριμένο έγκλημα πολέμου, 1.400 αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα σε σχηματισμό V, διέσχισαν χωρίς αντίσταση τον γερμανικό ουρανό ισοπεδώνοντας την "πόλη-μουσείο". Η πόλη της Δρέσδης, ένα μνημείο του πολιτισμού καταστράφηκε ολοσχερώς. Το 88% των κτηρίων της καταστράφηκε, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 120.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. 
Για το συγκεκριμένο έγκλημα πολέμου, ο Βρετανός ιστορικός Alastair Parker, αναφέρει στο βιβλίο του "Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος" (Εκδόσεις Επιλογή / Θύραθεν - Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) τις παρακάτω αναφορές: 
«Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν προκλήθηκε από τις ανάγκες του πολέμου. Τη νύχτα της 13ης Φεβρουάριου 1945, πάνω από 800 βρετανικά βομβαρδιστικά πέταξαν στη Δρέσδη και κατάφεραν ένα από τα πιο ολέθρια πλήγματα του πολέμου. Την επόμενη ακολούθησαν πάνω από 400 αμερικανικά βομβαρδιστικά, και την 15η Φεβρουάριου άλλα 200. Παρόλο που κανείς δε γνωρίζει τον ακριβή αριθμό θανάτων, η βρετανική επιδρομή άφησε πίσω της πολύ περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλο βομβαρδισμό, ίσως μάλιστα περισσότερους από κάθε άλλη αεροπορική επιδρομή στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένης και της ατομικής καταστροφής στη Χιροσίμα» (σελ. 227). 
«Τα επιχειρήματα του Τσόρτσιλ ήταν: εφ’ όσον οι Γερμανοί άρχισαν πρώτοι τους βομβαρδισμούς αμάχων, νομιμοποίησαν το βομβαρδισμό των Γερμανών πολιτών. Και, δεύτερον, ότι οι Γερμανοί άξιζε να τιμωρηθούν! Κρατάμε το ξίφος της δικαιοσύνης και είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ξίφος με τη μέγιστη σφοδρότητα, μέχρι τέλους» (σελ. 228). 
Συνεχίζει ο συγγραφέας: «Οι Βρετανοί χτυπούσαν κατοικημένες περιοχές για να σκοτώνουν ή να τρομοκρατούν αμάχους εργαζόμενους. Αλλά και οι μισές τουλάχιστον αμερικανικές βόμβες ρίχτηκαν στα τυφλά, σε συνθήκες νέφωσης ή ομίχλης» (σελ. 228 – 229). 
Η τελευταία άποψη βασίστηκε στο σκεπτικό του Frederick A. Lindemann, αρχισυμβούλου του Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε ισχυριστεί πως "οι βομβαρδισμοί πρέπει να γίνονται σε σπίτια της εργατικής τάξης επειδή τα σπίτια της μεσαίας τάξης έχουν πολύ χώρο γύρω τους οπότε οι Σύμμαχοι θα ήταν υποχρεωμένοι να σπαταλήσουν περισσότερες βόμβες".

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου (1986)




Υπάρχουν κάποια αριστουργήματα του κινηματογράφου που ξεφεύγουν από τα όχι και τόσο στενά πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης κι από έργα τέχνης μετατρέπονται σε ιδεολογικά κι άκρως επαναστατικά μανιφέστο. Γι' αυτό το λόγο, οι προβολές αυτών των αριστουργημάτων είναι εμπειρίες ζωής κι αστείρευτες πηγές προβληματισμών, στοιχειώνοντας κάθε σκεπτόμενο θεατή που επιλέγει να τις παρακολουθήσει, απροετοίμαστο αρκετές φορές γι' αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει με το σβήσιμο των φώτων στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες. Το συγκλονιστικό σοβιετικό αριστούργημα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου", το οποίο έχει διακριθεί με το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Μανχάιμ-Χαϊδελβέργης, ανήκει στην παραπάνω κατηγορία ταινιών, όπου με τα χρόνια έχει μετατραπεί σε μια ταινία θρύλος που εξακολουθεί να εμπνέει και να προβληματίζει με το διαχρονικό εφιαλτικό της θέμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την αυτοκαταστροφική φύση των ανθρώπων.
Το είδος της συγκεκριμένης ταινίας θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας καθώς παρουσιάζει κι αναλύει τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από ενδεχόμενους λανθασμένους χειρισμούς των μεγάλων επιτευγμάτων της επιστήμης, ειδικά σε μια περίοδο που ο εφιάλτης του πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ανατριχιαστικά πιθανός. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν τότε ή να συμβούν σήμερα, αν λάθος άτομα τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις. Ακόμη κι ένα απρόσεκτο ανθρώπινο λάθος ή ένα φυσικό γεγονός θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, όπως έχει ήδη συμβεί με το Τσέρνομπιλ και τη Φουκουσίμα...  
Η συγκεκριμένη ταινία πατάει πάνω σ' ένα απρόσεκτο λάθος ενός υπολογιστή και στην αδυναμία ενός χειριστή να προλάβει μια εκτόξευση, για να δείξει πόσο αναπόφευκτα μπορεί να προκληθεί ένα πυρηνικό δυστύχημα, ισοπεδώνοντας πόλεις και μολύνοντας τον πλανήτη με ραδιενεργά στοιχεία. Οι νέες συνθήκες διαβίωσης μετά το πυρηνικό ολοκαύτωμα είναι θανατηφόρες μ' αποτέλεσμα να τεθεί ένας αυστηρός αστυνομικός νόμος, ο οποίος παρέχει προστασία σε υπόγεια καταφύγια μόνο σε δυνατούς κι απολύτως υγιείς ανθρώπους. 
Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτήν την εφιαλτική πυρηνική δυστοπία, είναι ένας νομπελίστας φυσικός επιστήμονας, ο οποίος ζει μαζί με μια ομάδα επιβιωσάντων στους υπόγειους χώρους ενός μουσείου ιστορίας. Κατά τη διαμονή του στα σκοτεινά κι υγρά έγκατα του κτηρίου, γράφει γράμματα στο γιο του Έρικ, παρόλο που είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται ποτέ να τα διαβάσει, καθώς τον θεωρεί νεκρό. Μέσα από τα γράμματά του, εκφράζει την απογοήτευσή του τόσο για την επιστήμη όσο και για τους ανθρώπους που επέλεξαν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον τους, οδηγώντας την οικουμένη σε μια μεγάλη καταστροφή. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο και να παλεύει γι' αυτό, κάνοντας καθημερινές αποδράσεις από το ασφαλές του καταφύγιο, αναζητώντας και φροντίζοντας εγκαταλελειμμένα παιδιά που συναντά στην αφιλόξενη επιφάνεια της γης, θέτοντας τον ίδιο του τον εαυτό σε θανάσιμο κίνδυνο. 




Πατώντας πάνω σ' αυτήν την απόλυτη καταστροφή, στήνεται ένα συγκλονιστικό διαχρονικό μανιφέστο, το οποίο εκλιπαρεί στη σωστή χρήση της επιστημονικής προόδου, η οποία θα εξυπηρετεί τη ζωή και δε θα την εξοντώνει, θα προβλέπει και θα βελτιώνει το μέλλον κι όχι να το ισοπεδώνει. Παράλληλα παρουσιάζει τις επικίνδυνες πορείες που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ματαιοδοξία οδηγώντας την ανθρωπότητα σε θανάσιμους κινδύνους και μη αναστρέψιμες καταστροφές. Άραγε, μέχρι που μπορεί να φτάσει η αυτοκαταστροφική αλαζονεία του ανθρώπινου είδους και ποιο είναι το τίμημα που επιφυλάσσει για τις επόμενες γενιές; 
Το σπουδαίο αριστούργημα του Κονσταντίν Λοπουσάνσκι θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα κι αποδεικνύει πως τα "Γράμματα ενός Νεκρού Ανθρώπου" δε συγκαταλέγεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας αλλά στις προφητικές ταινίες που κραυγάζουν για την έλευση ενός μέλλοντος αρκετά δυσοίωνου κι απειλητικού. Αποκρυπτογραφεί τα σημεία της ψυχροπολεμικής περιόδου και τα αποτυπώνει με μαθηματική ακρίβεια, αποδεικνύοντας τους λόγους που η συγκεκριμένη ταινία είναι εφιαλτικά επίκαιρη. Συμπωματικά η ταινία γυρίστηκε την ίδια χρονιά που συνέβη το τραγικό δυστύχημα του Τσέρνομπιλ. 
Ο δημιουργός επιλέγει να χρησιμοποιήσει κοντινά πλάνα δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, θέλοντας να δείξει πως η αναπόφευκτη καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη. Όμως, παρά τον έντονο πεσιμισμό της, στην ταινία εμφανίζονται μικρές χαραμάδες ελπίδας όπως ο στολισμός ενός νεκρού χριστουγεννιάτικου δέντρου με ευτελή υλικά από μια ομάδα μικρών παιδιών που κατάφερε να διασώσει ο πρωταγωνιστής. Είναι όμως αυτό αρκετό; 
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής και της αδυναμίας του ανθρώπινου νου σε κάθε είδους υλιστικής εξάρτησης που μπορεί να τον οδηγήσει στην παράνοια.  Στην επίτευξη των παραπάνω αναλύσεων και στην αποτύπωση της εξαθλίωσης και των αδιεξόδων της ανθρωπότητας μετά από ένα πυρηνικό όλεθρο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και τα φωτογραφικά κάδρα του σπουδαίου φωτογράφου Νικολάι Ποκόπτσεφ, ο οποίος πειραματίστηκε έντονα με τις αποχρώσεις του κίτρινου και της σέπιας, προσδίδοντας στα πλάνα της ταινίας την αίσθηση της σήψης και της παρακμής. 
Αυτό που κρατάω από την ταινία, είναι τα τελευταία συγκλονιστικά λόγια ενός συνειδητοποιημένου αυτόχειρα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στα υπόγεια του μουσείου. Θα ήθελα να κλείσω την ανάρτησή μου μ΄ αυτά τα λόγια, τα οποία κορυφώνουν την ουσία του νοήματος που κουβαλάει το συγκεκριμένο κινηματογραφικό μανιφέστο: 
"Σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω ως νεκρός προς τους νεκρούς. Με άλλα λόγια, ντόμπρα. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να δώσω έναν λόγο για τα ανθρώπινα όντα ως βιολογικά όντα. Ήταν τραγικά όντα, ίσως καταδικασμένα απ’ την αρχή. Η θαυμάσια και μοιραία μας μοίρα έγκειται στην αποφασιστικότητά μας να είμαστε ένα βήμα μπροστά απ’ τους εαυτούς μας. Να γίνουμε καλύτεροι, απ’ ό,τι η φύση προόριζε για εμάς να είμαστε. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την συμπόνια, παρόλο που αυτό αλληλοαναιρούσε τους νόμους της επιβίωσης. Να βιώσουμε το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρόλο που πάντα την ποδοπατούσαμε. Να δημιουργούμε έργα τέχνης, γνωρίζοντας πολύ καλά την χρησιμότητα και την ευθραυστότητα τους. Βρήκαμε βαθιά μέσα μας την αγάπη. Κύριέ μου, πόσο δύσκολο ήταν αυτό. Οι ανελέητες δυνάμεις του χρόνου θα έφθειραν το σώμα, το πνεύμα, και τα συναισθήματα. Αλλά ο άνθρωπος συνέχισε να αγαπά, και η αγάπη δημιουργούσε έργα τέχνης. Οι τέχνες, οι οποίες αιχμαλώτισαν την απόκοσμη λαχτάρα για ένα ιδεώδες, την ατέλειωτη απελπισία μας, και την καθολική κραυγή του φόβου μας. Η κραυγή νοημόνων πλασμάτων που εγκαταλείφθηκαν στην κρύα και απαθή έρημο της πλάσης. Εδώ, πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους, έχουμε προφέρει πολλές λέξεις μίσους, λοιδορίας και εμπαιγμού προς την ανθρωπότητα. Αλλά δεν θα την κατηγορήσω σήμερα. Όχι. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι τούτο. Αγάπησα την ανθρωπότητα. Και την αγάπησα περισσότερο, τώρα που έχει χαθεί, ακριβώς εξαιτίας αυτής της τραγικής μοίρας". 
Μετά απ' αυτά τα λόγια, ότι κι αν προσπαθήσω να προσθέσω θα είναι περιττό. 


Βαθμολογία: 10/10

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Οι καλύτερες ταινίες του 2023



Μετά την περίοδο της πανδημίας, ο κινηματογράφος επανήλθε δριμύτερος με εξαιρετικές προτάσεις που πρόσφεραν αναπάντεχες συγκινήσεις κι όμορφες στιγμές στις πάντα αγαπημένες σκοτεινές αίθουσες. Γι' αυτό το λόγο, είμαι ικανοποιημένος από τις ταινίες που απόλαυσα το 2023 και θεωρώ πως μετά από χρόνια, η φετινή μου λίστα απαρτίζεται με δημιουργίες αξιόλογες κι ουσιώδεις
Παρόλα αυτά, για μια ακόμη φορά παρατήρησα πως αρκετές ταινίες που εκθειάστηκαν από κριτικούς κινηματογράφους κι από μια μεγάλη μερίδα του κοινού, μου φάνηκαν αδιάφορες κι υπερτιμημένες. Για παράδειγμα, η "Barbie" ήταν μια πολύχρωμη κινηματογραφική τσιχλόφουσκα, η οποία φούσκωσε κι έσκασε απότομα στις θερινές προβολές. Επίσης, το "Οπενχάιμερ" του Κρίστοφερ Νόλαν ήταν καλογυρισμένο αλλά σε αρκετά σημεία του ήταν δυσνόητο καθώς ο δημιουργός δεν πρόσφερε στο κοινό το απαραίτητο χρόνο και την κατάλληλη πληροφορία για να γίνουν κατανοητές όλες οι θεωρίες που ακούστηκαν στους διαλόγους σχετικά με την κατασκευή της ατομικής βόμβας αλλά και για τα ηθικά διλήμματα των επιστημόνων. Απολύτως αδιάφορο με άφησε η ταινία "Tar", με την Κέιτ Μπλάνσετ. Έπειτα, η πολυδιαφημισμένη "Φόνισσα" δεν κατάφερε να με αγγίξει παρόλες τις προσπάθειες της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη, η οποία προσπαθούσε να σώσει με την εξαιρετική της ερμηνεία το συγκεκριμένο έργο. Όσον αφορά το "Poor Things", δεν εκφέρω καμία άποψη καθώς αρνούμαι να παρακολουθήσω ξανά κάποια από τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου. 
Ένα ακόμη στοιχείο που με ενόχλησε με τις παραπάνω ταινίες ήταν η οπαδική υποστήριξή τους αλλά κι η υπερβολική υποτίμησή τους από μια μεγάλη μερίδα του κινηματογραφόφιλου κοινού. Κατά τη γνώμη μου, ο φανατισμός δεν έχει χώρο στην έβδομη τέχνη, καθώς ο κινηματογράφος είναι μια ξεκάθαρα προσωπική υπόθεση που δεν έχει ανάγκη από επιθέσεις και προσβολές.
Ωστόσο, υπήρξαν κι ενδιαφέρουσες ταινίες που απόλαυσα στις σκοτεινές αίθουσες αλλά δεν κατάφεραν να μπουν στην τελική μου δεκάδα, όπως για παράδειγμα "Η Ζώνη Ενδιαφέροντος", η οποία είχε αρκετά συγκλονιστικά πλάνα κι ενδιαφέροντα κινηματογραφικά στοιχεία, αλλά η πειραματική της αφήγηση με κούρασε και σε κάποια σημεία με ενόχλησε. Όμως, θεωρώ πως είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς. Επίσης ενδιαφέρουσα ταινία ήταν το "Τέρας", η οποία καταπιάνεται με το σχολικό εκφοβισμό μεταξύ των μαθητών, την τοξικότητα των κακοποιητικών γονέων απέναντι στα παιδιά τους και το δύσκολο (και σχεδόν απάνθρωπο) λειτούργημα των δασκάλων και των καθηγητών στη δυσοίωνη εποχή της "δικτατορίας των παιδιών". Αξίζει να αναφέρω και το χιλιανό "1976", το οποίο παρουσιάζει από μια ακόμη οπτική γωνιά τη σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ. Τέλος, αξίζει να αναφερθώ και στις "Περασμένες Ζωές" με τα καλογυρισμένα πλάνα της και τη γλυκόπικρη ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
Αφήνοντας λοιπόν τις παραπάνω ταινίες στην άκρη, παρουσιάζω τη δική μου λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς που μας έφυγε (για περισσότερη κριτική, πατήστε πάνω στους τίτλους των ταινιών).





Η "Χώρα του Θεού" του Ισλανδού σκηνοθέτη Χίλνουρ Πάλμασον, είναι ένα υπέροχο πάντρεμα ονειρικών πλάνων βγαλμένων από τις ταινίες του Τέρενς Μάλικ κι υπαρξιακών διλημμάτων αντίστοιχων μ' αυτά που έχουμε παρακολουθήσει μέσα από τη φιλμογραφία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και του Βέρνερ Χέρτζογκ, παρουσιάζοντας συνάμα μεγαλοπρεπώς τα απόκοσμα ισλανδικά τοπία όπου το παγωμένο νερό της βροχής και των ποταμών συνυπάρχει αρμονικά με την καυτή λάβα των ηφαιστείων. Η "Χώρα του Θεού" είναι από τα σπάνια υπαρξιακά κινηματογραφικά διαμάντια που μπορούν να γίνουν αφορμή για να γεμίσουν οι σκοτεινές αίθουσες. Η ταινία είναι ένα μυσταγωγικό ταξίδι τόσο στα άγρια τοπία της Ισλανδίας όσο και στα αχαρτογράφητα ύδατα του νου. Είναι μια δοκιμασία πάνω στην πίστη προς τον άνθρωπο, τη φύση και τον θεό αλλά και μια προσπάθεια στο να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και τις δυνατότητες που έχουμε ως άνθρωποι. 

Βαθμολογία: 8/10




Η νέα ταινία του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ ανήκει στις κινηματογραφικές περιπτώσεις που αδίκως περνούν αθόρυβα από τις σκοτεινές αίθουσες και δεν απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα που τους αναλογεί. Η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι είναι μια μυσταγωγική πανδαισία υπέροχων κι άκρως ισορροπημένων κάδρων, τα οποία ενισχύονται με έναν απόκοσμο ατμοσφαιρικό φωτισμό, προσφέροντας ένα μοναδικό κινηματογραφικό διαμάντι, του οποίου τα εντυπωσιακά πλάνα μένουν γι' αρκετό καιρό ανεξίτηλα στη μνήμη των θεατών. Όμως, η ταινία αφήνει την αίσθηση πως μετατράπηκε σε καυτή πατάτα στα χέρια του σκηνοθέτη, μ' αποτέλεσμα κάπου στο τέλος να χάνονται κάπως το μέτρο κι ο σκοπός της, ενώ η σκηνοθετική πειραματική υπερβολή, μου άφησε ένα απογοητευμένο αναπάντητο "γιατί". Παρόλα αυτά, η "Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι" είναι μια κινηματογραφική πανδαισία υπέροχων πλάνων, που δυστυχώς από ένα σημείο κι έπειτα χάνει την ισορροπία και το ύφος της. Όμως, παρόλα αυτά, δεν περνάει απαρατήρητη κι αδιάφορη από το σινεφίλ κοινό. 

Βαθμολογία: 8/10




Για μια ακόμη φορά, ο Φίλιππος Κουτσαφτής χρησιμοποιεί την ίδια αλάνθαστη συνταγή με την "Αγέλαστο Πέτρα", ανασυνθέτοντας το πλούσιο μωσαϊκό ενός ακόμη τόπου, κινηματογραφώντας για δεκαετίες με απώτερο σκοπό να διατηρήσει τις μοναδικές στιγμές της Ζάκρου μέσα από τα πρόσωπά της, όπως τους ηλικιωμένους κατοίκους που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους αλλά και τα μικρά παιδιά που μεγάλωσαν και το καθένα πήρε τον δικό του δρόμο. Το σημαντικότερο όμως είναι πως για μια ακόμη φορά, ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός κατάφερε να διαφυλάξει στην κοινή μας μνήμη σπουδαίες προσωπικότητες που επιτέλεσαν εξέχον έργο στους τόπους τους, όπως ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό μέσα από το "Ζάκρος" είναι πως για τον Φίλιππο Κουτσαφτή, η ιστορία καταγράφεται μέσα από διαδοχικές κι υπομονετικές επισκέψεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά θα τον οδηγήσουν στο ίδιο σημείο, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ενός χρόνου άγνωστου και μυστηριώδη, σύμφωνα με τα λόγια του Αυγουστίνου, ο οποίος είχε πει ότι «όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω». 

Βαθμολογία: 8/10




Η "Ανατομία μιας Πτώσης", είναι ένα καλογυρισμένο δικαστικό θρίλερ που επεδίωξε να παρουσιάσει και να αναλύσει τα πνιγηρά αδιέξοδα των σημερινών ζευγαριών και την υπόκωφη σύγκρουση των ναρκισσισμών που μετατρέπουν αρκετούς συντρόφους σε χρόνιους ανταγωνιστές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η "Ανατομία μιας Πτώσης" να μετατραπεί σε ανατομία μιας σύγχρονης σχέσης, αλλά και σε ανατομία του υπερεγώ των προσώπων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη ιστορία. Είναι ένα σκληρό κι ώριμο έργο, του οποίου η αμεσότητα αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος, καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες τις καθημερινές στιγμές της ζωής μας όπου βρεθήκαμε στη θέση να κρίνουμε κάποιον ή να κριθούμε από άλλους. Πόσες απ' αυτές τις φορές κρίναμε βιαστικά κι επιπόλαια, μ' αποτέλεσμα να γίνουμε άδικοι σε πρόσωπα που δε φέραν καμία απολύτως ευθύνη κι επίσης πόσες φορές έχουμε αδικηθεί κι εμείς από άλλους με τον ίδιο τρόπο. Μα το κυριότερο, πόσες φορές αναγκάσαμε ανθρώπους να απαρνηθούν τον εαυτό τους και πόσες φορές τον έχουμε απαρνηθεί εμείς. Άραγε, πόσες φορές έχουμε σκοτώσει την αλήθεια; 

Βαθμολογία: 8/10




Μετά από αρκετό καιρό, ο γαλλικός κινηματογράφος έδειξε πως παρά την ποιοτική του πτώση, εξακολουθεί να είναι παρών σε γεγονότα που έχουν τραυματίσει και σημάδεψει τις κοινωνίες μας τα τελευταία χρόνια. Το "Revoir Paris" είναι μια απ' αυτές τις ταινίες που είμαι βέβαιος πως θα συζητηθούν αρκετά, ενώ η θεματολογία της κι ο τρόπος που την παρουσιάζει και την αναλύσει, κάνει την ταινία συνταρακτικά επίκαιρη. Σ' αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο κι η ηθοποιός Βιρζινί Εφιρά, η οποία πρόσφερε μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς. Με εκπληκτική εκφραστικότητα και με ένα υπέροχο βλέμμα, ειλικρινές και συναισθηματικά φορτισμένο, μεταφέρει στους θεατές όλα αυτά που βιώνει κανείς μετά από μια τραγωδία. Δικαίως κέρδισε το βραβείο Σεζάρ στην κατηγορία της Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας. Όμως κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίζουν με όρεξη και υποστηρίζουν άψογα τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν, προσφέροντας έναν ρεαλισμό τόσο στην ιστορία όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το "Revoir Paris" είναι ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό διαμαντάκι που αναζητά καθετί ανθρώπινο κι αλληλέγγυο που ξεπηδά μετά από μεγάλες τραγωδίες, προσπαθώντας να φωτίσει λίγο τις ψυχές μας απέναντι στο ζόφο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της απάνθρωπης ξενοφοβίας που έχουν κυριαρχήσει εφιαλτικά σε μια κοινωνία κουρασμένη, απελπισμένη και γερασμένη. 

Βαθμολογία: 8/10





Μια από τις πιο αξιόλογες κι ειλικρινείς ταινίες που βγήκαν στις σκοτεινές αίθουσες τη χρονιά που μας πέρασε, είναι η γλυκόπικρη "Τελευταία Παμπ" του Κεν Λόουτς, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του είναι η τελευταία που γυρίζει, καθώς η όρασή του κι η μνήμη του έχουν ατονήσει και τον δυσκολεύουν αρκετά στο δημιουργικό του κομμάτι. Με την απόφασή του αυτή, θεωρώ πως ο 87χρονος αγαπημένος σκηνοθέτης κλείνει την πλούσια φιλμογραφία του με μια ανθρώπινη και κάπως αισιόδοξη ματιά απέναντι στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Η "Τελευταία Παμπ" είναι ο τελευταίος καρπός μιας σπουδαίας "παλιάς βελανιδιάς" που προσπαθεί να μας δείξει και να μας πείσει μέχρι την ύστατη στιγμή, πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αρκεί να συνυπάρξουμε αρμονικά κι αλληλέγγυα. Η «Τελευταία Παμπ» είναι ένας συγκινητικός επίλογος του βαθιά πολιτικοποιημένου και ουμανιστικά σκεπτόμενου Κεν Λόουτς. Ενός σπουδαίου ανθρώπου που υπήρξε ως το τέλος της δημιουργικής του καριέρας πιστός στα ιδανικά του αλλά και στην προσδοκία του για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό. Υπηρετώντας πιστά τον κοινωνικό ρεαλισμό, ο Κεν Λόουτς επέλεξε να κλείσει την πλούσια φιλμογραφία του με ένα κάλεσμα απ' την αδράνεια στη δράση. 

Βαθμολογία: 8/10





Η "Γη της Επαγγελίας", παρά τη λανθασμένη της μετάφρασή από τον αυθεντικό δανέζικο τίτλο της ταινίας, ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία που παρουσιάζεται καθώς το έργο είναι ένα βίαιο κι αγωνιώδες κινηματογραφικό διαμάντι, το οποίο εκτινάσσεται σε ανώτερα κινηματογραφικά επίπεδα χάρη στα εντυπωσιακά του πλάνα, τα κοινωνικά μηνύματα που περνάει, την ατμοσφαιρική του μουσική αλλά και την εκπληκτική ερμηνεία του Μαντς Μίκελσεν. Η ταινία είναι ένα σκληρό και κυνικό κινηματογραφικό διαμάντι χωρίς να προσφέρει κάποια επίπλαστη αισιοδοξία καθώς αποδεικνύει πως το κάθε όνειρο απαιτεί τις ανάλογες θυσίες. 

Βαθμολογία: 9/10





Όταν παρακολούθησα στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Άστυ το "Μαργαριταρένιο Κουμπί" του Πατρίσιο Γκουσμάν, πείστηκα πως ανακάλυψα έναν σπάνιο, ειλικρινή και συγκινητικό ποιητή της έβδομης τέχνης. Με τις προβολές του προγενέστερου "Νοσταλγώντας το Φως" και του μεταγενέστερου "Η Οροσειρά του Ονείρων", όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η πεποίθησή μου αυτή, αλλά ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε, θεωρώ φανατικά πως ο Πατρίσιο Γκουσμάν είναι ο σπουδαιότερος δοκιμιογράφος του σύγχρονου κινηματογράφου. Όταν σημειώθηκε η συγκλονιστική εξέγερση των Χιλιανών το φθινόπωρο του 2019, ήμουν βέβαιος πως μέσα απ' τα γεγονότα που παρατηρούσαμε αποσβολωμένοι αλλά κι ολίγον ντροπιασμένοι για τον δικό μας μοιρολατρικό τρόπο ζωής, θα ξεπηδήσει ένα ακόμη αριστουργηματικό δοκιμιακό ντοκιμαντέρ από τον σπουδαίο Χιλιανό σκηνοθέτη. Το 2022, ο Πατρίσιο Γκουσμάν επαλήθευσε τις προσδοκίες μου, παρουσιάζοντας στο κινηματογραφόφιλο κοινό το "My Imaginary Country". Για μια ακόμη φορά, ο Πατρίσιο Γκουσμάν προσφέρει ένα ανεπανάληπτο κινηματογραφικό ποίημα. Ως φύλακας των στιγμών του παρελθόντος μέσα από τα προηγούμενα αριστουργηματικά του δοκιμιακά ντοκιμαντέρ, έρχεται σήμερα ως φύλακας των στιγμών του παρόντος, γνωρίζοντας πως η νέα του ταινία μπορεί να μετατραπεί σε έναν ακόμη φάρο των εξεγέρσεων που ήδη εκκολάπτονται στις δοκιμαζόμενες κοινωνίες. Γι' αυτούς τους λόγους, θεωρώ πως το "My Imaginary Country" είναι ότι πιο ελπιδοφόρο κι εκρηκτικό έργο έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο. 

Βαθμολογία: 10/10




Η επιστροφή του σπουδαίου και πολυαγαπημένου Τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν στις σκοτεινές αίθουσες, θεωρείται από μόνη της ως ένα από τα αναμενόμενα και σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς. Πόσο μάλλον όταν η νέα του ταινία έρχεται με πολλές διακρίσεις από τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, με σημαντικότερη τη βράβευση της εκπληκτικής πρωταγωνίστριας Μέρβε Ντισντάρ στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Μετά από τα δύο προηγούμενα αριστουργήματα Χειμερία Νάρκη (2014) κι Άγρια Αχλαδιά (2018) αλλά και τα εξαιρετικά Κλίματα Αγάπης (2006), Μακριά (2002) και Σύννεφα του Μάη (1999), οι προσδοκίες μου για τον κινηματογραφικό έργο του Τζεϊλάν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, καθώς η νέα του ταινία έρχεται με έναν αέρα δυναμισμού κι ωριμότητας. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο σπουδαίος Τούρκος δημιουργός αναζητάει την πολυπόθητη Άνοιξη της χώρας του, σε μια δύσκολη περίοδο όπου κυριαρχεί ο τσουχτερός χειμώνας και το ιδιαίτερα θερμό κι άνυδρο καλοκαίρι, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να έχουν παρόμοια μοίρα μ' αυτήν των χόρτων στις αφιλόξενες στέπες της Τουρκίας, όπου παραμένουν συνεχώς ξερά. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν, μας ταξιδεύει για μια ακόμη φορά στα βάθη της Τουρκίας, θέλοντας σ' αυτό το σκληρό περιβάλλον να μας παρουσιάσει τα αδιέξοδα των ανθρώπων, τα ναρκωμένα τους όνειρα, τον εγκλωβισμό τους σε μια θανάσιμη στασιμότητα και το κουρδικό ζήτημα που εξακολουθεί να ελοχεύει στην τουρκική κοινωνία. Με τα "Ξερά Χόρτα", ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν καταφέρνει να μας προσφέρει μια ακόμα άκρως λυρική ταινία, προσπαθώντας μέσα απ' αυτήν να βρει τη χαμένη άνοιξη της Τουρκίας, ώστε μαζί με το φθινόπωρο (μέσω της Άγριας Αχλαδιάς), να επανενώσει πάλι τις τέσσερις εποχές, φέρνοντας την πολυπόθητη ισορροπία στους ανθρώπους. Ο εννοιολογικός συμβολισμός του τίτλου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους σύγχρονους σκεπτόμενους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να μοιραστούν τις ανησυχίες τους και τα όνειρά τους, αλλά και να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ξέροντας πως μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, θα καταφέρουν να βρουν μια πολυπόθητη ηλιαχτίδα ελπίδας για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά και την πλήξη των σημερινών κοινωνιών. 

Βαθμολογία: 9/10





Οι δημιουργοί Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς προσφέρνουν ένα υπέροχο και συγκινητικό κινηματογραφικό διαμάντι, βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κονιέτι. Η ιστορία της ταινίας είναι πολυσύνθετη καθώς ανοίγει αρκετά μέτωπα αλλά συνάμα και τόσο οικεία. Είναι η αποθέωση μιας ειλικρινούς παιδικής φιλίας, η οποία δοκιμάζεται στο χρόνο και στις διαφορετικές συνθήκες. Πάνω σ' αυτήν την απόλυτη αντίθεση των δυο φίλων πατάνε οι δημιουργοί προσφέροντας ένα από τα συγκινητικότερα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων. Τα "Οκτώ Βουνά" είναι μια κινηματογραφική ωδή στην πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των ανδρών, η οποία όσο δύσκολο είναι να εκφραστεί με λόγια, τόσο πιο εύκολα εκδηλώνεται με πράξεις. Είναι μια υπενθύμιση των μικρών πραγμάτων που συμβαίνουν στην παιδική μας ηλικία και μένουν χαραγμένα στη μνήμη, με τη σπουδαιότητά τους να μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Επίσης, είναι ένας ύμνος προς την φύση, η οποία έχει τη δύναμη να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους δώσει κίνητρο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να γιατρέψει τις ανοιχτές πληγές τους αλλά και να τους βρει κάποια διέξοδο στα χρόνια προβλήματά τους. Τέλος, είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση στην προσπάθεια του κάθε άνδρα να ξεπεράσει τον πατέρα του, αποφεύγοντας τις λάθος επιλογές των γονιών του κι εκπληρώνοντας τα όνειρά του. 

Βαθμολογία: 9/10