Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Αριστουργήματα του παρελθόντος: Le Feu Follet (1963)


Ένα υπέροχο συναίσθημα με κυριεύει κάθε φορά που ανακαλύπτω ταινίες, οι οποίες παρά το πέρασμα των χρόνων εξακολουθούν να με συγκλονίζουν με την απλότητα, την ειλικρίνεια και την ποιητική τους περιγραφή. Όταν συναντώ στο κινηματογραφοφιλικό μου διάβα κάποιο απ' αυτά τα αριστουργήματα, νιώθω πλήρης μέχρι να επανέλθει αυτή η ακόρεστη δίψα που με πιάνει κάθε φορά που ξεφυτρώνει μπροστά μου κάποιο άλλο κινηματογραφικό διαμάντι για να μου υπενθυμίσει την υποσυνείδητή μου ανάγκη για μια συνεχόμενη κάλυψη της εσωτερικής μου κενότητας, η οποία πάντα θα παραμένει μισογεμάτη ζητώντας μου συνεχώς πνευματική τροφή, σκέψη, προβληματισμούς και διαλόγους. Μία πνευματική αποκάλυψη υπήρξε για μένα "Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει" του Λουί Μαλ με την συνταρακτική ερμηνεία του Μορίς Ρονέ. 
Η ιστορία βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Πιέρ Ντριέ Λα Ροσέλ και μας εισάγει στον κόσμο ενός πρώην αλκοολικού δημιουργού, ο οποίος μετά από μία προσπάθεια απεξάρτησης από το ποτό, αρχίζει μια απελπισμένη αναζήτηση για το νόημα της ύπαρξής του. Ο ίδιος νιώθοντας ασφυξία καθώς είναι κυριευμένος από καθημερινά μίζερα συναισθήματα, αρχίζει να συνηθίζει στην ιδέα πως η φλόγα για ζωή που κουβαλάει μέσα του έχει αρχίσει να τρεμοπαίζει επικίνδυνα. Περιφέρεται άσκοπα σε ένα δωμάτιο και σε κάθε κύκλο το βλέμμα του πέφτει πάνω στον τεράστιο καθρέφτη όπου έχει σημειώσει μια ημερομηνία. Άραγε ποια είναι η σημασία αυτής της μέρας και για ποιο λόγο την έχει υπογραμμίσει; 
Η σημασία της συγκεκριμένης ημερομηνίας δίνεται από τον ίδιο όταν δηλώνει με τις σκέψεις του πως έχει αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στην αδιέξοδη ζωή του την μέρα αυτή. Όταν έρθει το τελευταίο εικοσιτετράωρο της ζωής του, θα προσπαθεί να το περάσει με φίλους, έχοντας μία απέλπιδα επιθυμία να βρει το χαμένο νόημα της ζωής του μέσα απ' αυτούς. Όμως κανενός η απάντηση αλλά κι ο τρόπος ζωής που έχει επιλέξει δεν τον ικανοποιεί. Ο πρώτος φίλος που συναντά, αναζητά φιλοσοφικές απαντήσεις μέσα από αρχαίους πολιτισμούς και θρησκείες, ζώντας παράλληλα σε ένα στάσιμο αστικό περιβάλλον. Καθώς έχει παραδοθεί σε ένα μοντέλο διαβίωσης που δεν τον εκφράζει και δεν τον συγκινεί, αναζητά διεξόδους μέσα από θεωρίες και γνώσεις, περιορίζοντας το πάθος που είχε κάποτε για ζωή, σε μελέτες κι όχι σε πράξεις. Παρόλα αυτά είναι ο μόνος που συνειδητοποιεί το αδιέξοδο που βρίσκεται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και προσπαθεί να τον εμψυχώσει. Του διευκρινίζει την επικινδυνότητα της χρόνιας εφηβείας και του αναλύει την γοητεία της ενηλικίωσης. Του εξηγεί με όμορφο τρόπο πως η προσκόλληση στα παιδικά μας χρόνια είναι απλώς ένας τρόπος για να αποφύγουμε το θάνατο που έρχεται. Όμως καμία απάντηση δεν αρκεί για να τον συγκινήσει ή να του αλλάξει τη γνώμη. 
Στη συνέχεια ο πρωταγωνιστής συναντιέται με μία φίλη που έχει να την δει πολλά χρόνια. Η χημεία τους αφήνει μια υπόνοια πως κάποτε ήταν οι δυο τους ζευγάρι. Μέσα από τις συζητήσεις τους, γίνεται φανερό πως ο κόσμος της φίλης του έχει βαθιά πληγωθεί από τις άσχημες εμπειρίες και τις κακές επιλογές που εκείνη έχει κάνει. Κουτσουρεμένη κι ετοιμόρροπη αλλά πάντα χαμογελαστή, αναζητά διέξοδο στο χώρο της τέχνης. Δυστυχώς όμως αναζητά την ελπίδα σε έναν χώρο όπου κυριαρχούν ανόητοι νεαροί, οι οποίοι φέρονται στους γύρω τους με σνομπισμό νιώθοντας πως οι ίδιοι είναι επαναστάτες κι ανώτερα όντα από την υπόλοιπη κοινωνία. Ο πρωταγωνιστής αμέσως διακρίνει πως η φίλη του έχει μπλέξει σε νέα εσώψυχα αδιέξοδα με τις λάθος συναναστροφές της. Όμως κι εκείνη το ξέρει αλλά έχει παραδοθεί σ' αυτά καθώς έχει ξεμείνει από δυνάμεις. Για εκείνην, τα ναρκωτικά είναι απλά μία εφήμερη διέξοδος στη καθημερινή της στασιμότητα. Γνωρίζοντας πως είναι ανίκανη να τον βοηθήσει, την αφήνει άπραγος. 
Πριν το τέλος της ημέρας, ο πρωταγωνιστής εισχωρεί σε μια παρέα φλύαρων νάρκισσων η οποία απλώς θα δυσχεράνει κι άλλο την κατάσταση του. Τύποι με ύφος χιλίων καρδιναλίων, προσπαθούν να το παίξουν ανώτεροι μειώνοντας με κάθε τρόπο όσους έχουν απέναντί τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που νοιάζονται πραγματικά για τον συνομιλητή τους αλλά δεν μπορούν να το δείξουν λόγω του κλίματος που επικρατεί σε αυτήν την βλακώδης πνευματική σύναξη. Εκεί πλέον ο πρωταγωνιστής αρχίσει να νιώθει έντονα το πνίξιμο στο λαιμό του καθώς γνωρίζει πως το τέλος είναι πια κοντά. Το ποτό γίνεται για μια ακόμη φορά σωσίβιο στο προσωπικό του ναυάγιο, ωθώντας τον σε μία ύστατη βουτιά στο αλκοόλ, λίγο πριν την μοιραία του πράξη...



Αυτό που σε κερδίζει πρώτα απ' όλα στον ήρωα είναι η παιδικότητα που ξεχειλίζει μέσα από το μελαγχολικό του βλέμμα. Μόνος του μέσα σε ένα δωμάτιο παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια και χάνεται σ' αυτήν, ζητώντας μια σωτηρία που δεν κατάφερε να βρει στους ανθρώπους. Όλη την ώρα πασχίζει να βρει την αγάπη που έχει στερηθεί, κάτι το οποίο γίνεται εμφανές στα παραπονεμένα του λόγια, "έκανα προσπάθειες να αγαπηθώ από τους άλλους μέχρι που αγάπησα". Κι αμέσως έρχονται στο μυαλό του όλες οι ερωτικές του αποτυχίες, οι φίλοι που πήραν τον δικό τους δρόμο αλλά κι η αντικοινωνικότητά του που δεν του επέτρεψε να μπει σε νέους κύκλους. Χωρίς να 'χει κάτι να χάσει, ξεσπάει στους καλλιτέχνες και χλευάζει τους νάρκισσους μπουρζουάδες. Κι όχι αδίκως... 
Αν και στην αρχή ο ήρωας είναι πεπεισμένος πως κατάφερε να απεξαρτηθεί από το ποτό, στην πορεία συνειδητοποιεί πως το μόνο που κατάφερε ήταν απλώς να διώξει από τα μάτια του τη θολούρα που του προκαλούσε το αλκοόλ. Με την επιτυχία του αυτή, το μόνο που καταφέρνει είναι να ‘ρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και να συνταραχθεί μ’ αυτήν. Γυμνός και μόνος θα αναζητήσει για τελευταία φορά την αγάπη αλλά η απογοήτευση θα είναι μεγάλη, σπρώχνοντάς τον όλο και πιο πολύ στην τελική του απόφαση. Τα τελευταία του λόγια, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια σπαρακτική κραυγή που έβγαλε με το πάτημα της σκανδάλης. 

«Αυτοκτονώ επειδή δε με αγαπήσατε, αυτοκτονώ επειδή δε σας αγάπησα. Επειδή οι δεσμοί που μας ένωναν ήταν πολύ χαλαροί, κι αυτοκτονώ για να τους σφίξω. Σας αφήνω με ένα ανεξίτηλο σημάδι.» 

Κι αυτά τα λόγια με στοίχειωσαν όλο το βράδυ.

Η ταινία είναι εμφανώς επηρεασμένη από την εποχή της, κυρίως από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις των Ζαν Κοκτώ και Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Βρήκα εξαιρετική τη σκηνή όπου δύο ασθενείς παίζοντας μπιλιάρδο αναλύουν με τον δικό τους τρόπο "Το Είναι και το Μηδέν". Επίσης η ταινία πατάει πάνω σε ένα βαθύ φιλοσοφικό ζήτημα που θέτει ο Αλμπέρ Καμύ μέσα από τον "Μύθο του Σίσυφου", ένα εκπληκτικό δοκίμιο που ξεκινάει με την ιδέα της αυτοκτονίας. Όμως κι άλλα υπαρξιακά ζητήματα κάνουν την εμφάνισή τους στους διαλόγους. Βαθυστόχαστες συζητήσεις που καθηλώνουν τον θεατή, προκαλώντας του μία εσωτερική δίνη που αργεί να σταματήσει γι' αρκετές μέρες. 





Ο Λουί Μαλ δημιουργεί ένα αξεπέραστο αριστούργημα πατώντας πάνω σε μια αυτοκτονία την οποία καταφέρνει να την μετατρέψει σε μια άκρως συμβολική πράξη διατηρώντας με μαεστρία τις ισορροπίες ως το τέλος, διότι ούτε την υποστηρίζει ώστε να κατηγορηθεί πως επικροτεί τον θάνατο αλλά ούτε κι ηθικολογεί για να αναδείξει το μεγαλείο της ζωής. Με ευγένεια αλλά κι αυστηρότητα καταφέρνει μέσα απ' αυτήν την ταινία να στρέψει έναν πελώριο καθρέφτη προς τους θεατές, φανερώνοντας μας την στασιμότητα της δικιάς μας ζωής και την κοινωνική μας αδράνεια, τους ηττοπαθείς συμβιβασμούς μας σε κάθε αγώνα που δίνουμε καθημερινά αλλά και την ψευδαίσθηση πως συνεχώς προσπαθούμε για το καλύτερο. Με αυτόν τον τόσο έξυπνο χειρισμό, μας οδηγεί ως το τέλος ζητώντας από μας να δώσουμε μια απάντηση παρακολουθώντας βουβοί, συνταραγμένοι κι άπραγοι την αυτοκτονία του ήρωα. 
Σκηνοθετικά, ο Λουί Μάλ μας προσφέρει πλάνα με απίστευτη καθαρότητα όπου η κυριαρχούσα επιφανειακή ηρεμία που επικρατεί στα πρόσωπα των ηρώων, να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένα μανδύα που προσπαθεί να κρύψει την σπαρακτική αγωνία και τις απέλπιδες κραυγές απόγνωσης του πρωταγωνιστή αλλά και των γύρω του. Κατά τη γνώμη μου, η "Φλόγα που Τρεμοσβήνει" είναι ίσως η ωριμότερη ταινία του συγκεκριμένου σκηνοθέτη κι ίσως η σημαντικότερη της nouvelle vague.  
Επίσης ένα μεγάλο κομμάτι της μαγείας στη ταινία, βασίζεται στις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών, με τον Μορίς Ρονέ να προσφέρει μία αξεπέραστη ερμηνεία (ίσως μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου), ο οποίος με τη συγκλονιστική του φράση "αύριο θα αυτοκτονήσω" καταφέρνει να στοιχειώσει όσους βρισκόμαστε σε μια ατέρμονη υπαρξιακή δίνη. Και φυσικά η πάντα γοητευτική κι αινιγματική Ζαν Μορό να γεμίζει με την αιθέρια παρουσία της την οθόνη. Το θλιμμένο της πρόσωπο έχει κερδίσει την κινηματογραφική αιωνιότητα. Κάθε φορά που έβλεπα τους δυο ηθοποιούς στο ίδιο πλάνο, μου ερχόταν στο μυαλό μία άλλη εκπληκτική ταινία του ίδιου δημιουργού, το "Ασανσέρ για δολοφόνους" όπου εκεί το μοιραίο ζευγάρι δε κατάφερε ποτέ να συναντηθεί. 
Όλα τα παραπάνω δένουν όμορφα με την μαγευτική μουσική του Ερίκ Σατί, η οποία εμφανίζεται κι εξαφανίζεται απότομα, δίνοντας έναν απροσδιόριστο παλμό στην εξέλιξη της ιστορίας. Σαν ένα καρδιογράφημα που καταγράφει την συναισθηματική ένταση του πρωταγωνιστή κάθε φορά που τον πνίγει η απελπισία και το άγχος. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που έδεσαν οι νοσταλγικές μελωδίες του σπουδαίου αυτού Γάλλου συνθέτη σε μία nouvelle vague ταινία.
Η "Φλόγα που Τρεμοσβήνει" με κράτησε για ώρες καθηλωμένο στη θέση μου, να σκέφτομαι όλους τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα του ήρωα, συνειδητοποιώντας πως ποτέ δεν άλλαξαν οι ανθρώπινες ανασφάλειες κι οι εσώψυχες αναζητήσεις. Η ταινία κατάφερε να με πείσει πως τα αιώνια ερωτήματα που θέτει η ζωή κι ο θάνατος, θα παραμείνουν για πάντα αναπάντητα κι αυτό είναι που τους δίνει μια μυσταγωγική γοητεία. Γι' αυτόν τον λόγο, η ταινία είναι ένα από τα σημαντικότερα κι ομορφότερα αριστουργήματα που έχω δει στη ζωή μου.

Βαθμολογία: 10/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου