Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Χαλέπι εσύ, θεών και ηρώων νταμάρι



του Γιώργου Τσιάρα

Χαλέπι εσύ, στολίδι της Ανατολής. Χαλέπι, με τα αρχαία σου σουκ, τις εκκλησιές και τα τζαμιά και τις συναγωγές σου, σταυροδρόμι και κοιτίδα αμέτρητων πολιτισμών, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Χαλέπι εσύ, θεών και ηρώων νταμάρι, που στα χαλάσματά σου κλαίει γοερά ο Χαντάντ, ο άγριος πρώτος Θεός των Καταιγίδων, με τον μεγάλο ναό στην πρώτη ακρόπολή σου, που τον προσκυνούσαν γονατιστοί μυριάδες πιστοί πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια: σχίζουν τα σωθικά οι οιμωγές από τις μαυροφορεμένες ιέρειές του, καθώς τα φαντάσματα αμέτρητων εμπόρων και πολεμιστών -Ακκάδιων, Χετταίων, Περσών και Μακεδόνων, Ρωμαίων και Αρμένηδων, Φράγκων και Σελτζούκων, Μογγόλων και Μαμελούκων- παρελαύνουν αθώρητα στις ανασκαμμένες από τις βόμβες λεωφόρους σου.
Και κάπου εκεί, στα ισοπεδωμένα σοκάκια σου, ένας μικρός μελαχρινός Χριστός μοιρολογάει τη χαμένη σου δόξα και ορκίζεται να ξαναχτίσει εκεί το σπιτικό του.
Εφτά χιλιάδες χρόνια κατοικείται το Χαλέπι, όπως απέδειξαν οι ανασκαφές στη γειτονιά Τάλετ Αλσάουντα. Περήφανο ξεπροβάλλει το αυθεντικό όνομά του, το Χάλαμπ -έτσι το λένε και σήμερα οι Αραβες- στις πρώτες σφηνοειδείς επιγραφές, πολύ προτού θεμελιωθούν η Δαμασκός και η Αντιόχεια – οι άλλες τρανές πολιτείες της Συρίας.
Η Πόλη του Χαντάντ, η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ελμπα, η Γη του Χάλαμπ – έτσι σε απαθανάτισαν σκυφτοί στον φρεσκοψημένο πηλό, με το σφυρί και το καλέμι, οι πρώτοι σου γραφιάδες.
Όταν την πάτησαν οι Χετταίοι επιδρομείς, γύρω στο 1600 προ Χριστού, το Χάλαμπ ήταν ήδη μεγαλούπολη, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο, σταθμός υποχρεωτικός για τα καραβάνια των προσκυνητών και των εμπόρων.
Βοήθησε βέβαια και η στρατηγική του θέση, σε ένα υψίπεδο με εννιά χαμηλούς λόφους και το ποτάμι να διασχίζει μια εύφορη κοιλάδα με τα χιλιάδες αθάνατα λιόδεντρα, μόλις 120 χιλιόμετρα από την Αλεξανδρέττα και τ’ άλλα λιμάνια της Μεσογείου.
Από τον πανάρχαιο βασιλιά Ακαντ ώς τον σύγχρονο «πρόεδρο»-δικτάτορα Ασαντ, δεν βρέθηκε λαός-κατακτητής που να μην περάσει απ’ το Χαλέπι: και μόνη η αναφορά των βασιλιάδων που το πάτησαν και το λεηλάτησαν θα αρκούσε για να γεμίσει όλη την εφημερίδα.
Αμέτρητοι και οι σεισμοί, οι καταποντισμοί και οι επιδημίες – αλλά το Χαλέπι πάντα, με κάποιο μαγικό τρόπο, επιζούσε και αναπτυσσόταν.
Ο Αλέξανδρος, που το κατέκτησε το 333 π.Χ., δεν του έδωσε μεγάλη σημασία, αλλά ο επίγονός του Σέλευκος έφτιαξε εκεί το 301 π.Χ. τον πρώτο ελληνιστικό οικισμό και του έδωσε ένα ελληνικό όνομα -Βέροια- που άντεξε για δέκα αιώνες, πολύ μετά την έλευση του Αρμένη βασιλιά Τιγράνη, το 88 π.Χ., και την κατάκτηση της πόλης από τους Ρωμαίους του Πομπήιου, το 64.
Βέροια λέγαν τη σπουδαία πόλη και οι Βυζαντινοί, που τη στόλισαν με λογής λογής χρυσοποίκιλτες εκκλησιές – το Μεγάλο Τζαμί, στην ακρόπολη, είναι φτιαγμένο πάνω στα θεμέλια της βυζαντινής μητρόπολης, κι αν έσκαβε κανείς από κάτω, σίγουρα θα ’βρισκε τα «αποτυπώματα» του Απόλλωνα, της Ισιδας και του τρανού Χαντάντ, του Ακκάδιου Θεού των Καταιγίδων... 

Ο ερχομός του Ισλάμ

Μετά τον ερχομό του Προφήτη των Πιστών, τον έβδομο αιώνα, αρχίζει ουσιαστικά η ισλαμική περίοδος του Χαλεπιού – αν και η μάχη για τον έλεγχό του ανάμεσα σε Βυζαντινούς, Πέρσες, Αραβες και Δυτικούς Σταυροφόρους τράβηξε για άλλους έξι αιώνες, προτού ο Σαλαντίν το κατακτήσει οριστικά το 1183.
Στο αποκορύφωμα της μάχης Αράβων και Σταυροφόρων για τον έλεγχο του Λεβάντε, στις 9 Αυγούστου του 1138, ένας τρομερός σεισμός κατέστρεψε ολόκληρη την επαρχία, γκρεμίζοντας τα πάντα: οι ιστορικοί πιστεύουν ότι σκοτώθηκαν πάνω από 200.000 άνθρωποι – κι όμως μέσα σε μόνο μία γενιά η πόλη ξαναχτίστηκε και κατοικήθηκε ξανά από μια πανσπερμία χριστιανών, μουσουλμάνων και Εβραίων.
Πώς το ξέρουμε; Το ξέρουμε γιατί, όταν το 1260 κατέκτησαν την πόλη οι Μογγόλοι πολεμιστές, έσφαξαν λέει όλους τους μουσουλμάνους και τους περισσότερους Εβραίους, αλλά χάρισαν τη ζωή στους χριστιανούς που αποτελούσαν και την πλειονότητα.
Και γιατί το 1400 ο τρομερός Ταμερλάνος, ο Τιμούρ ο κουτσός με το μογγολικό και το τουρκικό αίμα, έστησε εκεί μια πυραμίδα από είκοσι χιλιάδες φρεσκοκομμένα κεφάλια Μαμελούκων να τη βλέπουν οι οχτροί του και να σκιάζονται...
Αλλά το Χαλέπι πάλι επέζησε. Και ξαναχτίστηκε. Και θα ξαναχτιστεί και πάλι. Γιατί οι πόλεις δεν είναι τα ντουβάρια τους, αλλά οι άνθρωποί τους.
Πάρτε για μισό λεπτό το βλέμμα σας από τις ματοβαμμένες τηλεοπτικές οθόνες και σκεφτείτε πως ακόμη και σήμερα, μετά πέντε χρόνια συνεχούς αλληλοσφαγής και ωμοτήτων και από τις δύο παρατάξεις, το Χαλέπι είναι μια ζωντανή πόλη όπου παραμένουν με όλες τις δυσκολίες πάνω από ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και η μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα στη Συρία -πάνω από 250.000 άνθρωποι-, φυσικά στις «κυβερνητικές» συνοικίες.
Τα όψιμα, κροκοδείλια ρεπορτάζ των δυτικών ΜΜΕ είναι τόσο μονόπαντα, που σου σηκώνεται η τρίχα. Οταν το 2012 οι ισλαμοφασίστες της Αλ Νούσρα και των άλλων φανατικών σουνιτικών οργανώσεων πήραν το μισό Χαλέπι και σφάζαν στον σωρό όλους τους «άπιστους», βλέπετε, δεν θυμάμαι κανένα δακρύβρεχτο οδοιπορικό στα δυτικά κανάλια που τώρα κλαίνε με μαύρο δάκρυ για τα αποτελέσματα ενός 100% κατασκευασμένου εμφυλίου, απλά και μόνο γιατί οι «δικοί τους» έχασαν τη μάχη...
Αντίθετα, τότε οι σφαγές των αμάχων καλύπτονταν πίσω από τον μανδύα της «επανάστασης» κατά του κακού δικτάτορα Ασαντ.
Οχι λοιπόν, το Χαλέπι δεν είναι νεκροταφείο, ούτε η Συρία είναι χωματερή – κι ας την ξεσχίζουν εδώ και χιλιετίες οι Δυνατοί, διαμοιράζοντας ξανά και ξανά τα ιμάτιά της κάτω από τον σταυρό του μαρτυρίου.
Αυτή είναι και η πραγματική εκδίκηση των απλών ανθρώπων: πως, όταν διαλυθεί η ομίχλη των πολέμων και κατακάτσει η σκόνη ανάμεσα στα ερείπια, οι ανώνυμοι, σκελετωμένοι ζωντανοί βγαίνουν από τα υπόγεια, θάβουν τους νεκρούς τους και αρχίζουν σαν τις μέλισσες να ξαναχτίζουν τη ζωή τους, να γεννούν, να δημιουργούν, βγάζοντας με τον τρόπο τους τη γλώσσα σ’ όλους τους βασιλιάδες, σ’ όλους τους αφέντες και τους ισχυρούς, στον ίδιο τον Χάρο...
Γιατί, όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχουν πόλεις σαν το Χαλέπι – πόλεις κυψέλες που, κόντρα στη φθαρτή θνησιγενή φύση όλων των πλασμάτων, αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν και αναγεννώνται από τις στάχτες τους, σαν τον Φοίνικα των πεισματάρηδων, ανυπόταχτων προγόνων.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου